Τι σημαίνει το confundir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης confundir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του confundir στο πορτογαλικά.

Η λέξη confundir στο πορτογαλικά σημαίνει μπερδεύω, μπερδεύω, μπερδεύω, παρανοώ, μπερδεύω, παρανοώ, μπερδεύω κάποιον με κάποιον άλλο, περνάω κάποιον για κάποιον άλλο, μπερδεύω, κάνω κτ ασαφές, κάνω κτ λιγότερο σαφές, σαστίζω, μπερδεύω, μπερδεύω, μπερδεύω, ανατρέπω, μπερδεύω, μπερδεύω κπ με κπ άλλο, θολώνω, μπερδεύω, μπερδεύω, αποσυντονίζω, αποσπώ, μπερδεύω, σαστίσω, συγχίζω, θολώνω, μπερδεύω, μπερδεύω, προκαλώ απορία, μπερδεύω, σαστίζω, μπερδεύω, κάνω κάτι ασαφές, δεν αναγνωρίζω σωστά, μπλέκω, μπερδεύω, αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω, μπερδεύω κτ με κτ άλλο, θολώνω, περισυγχίζω, παραξενεύω, μπερδεύω, μπερδεύω, θολώνω, συγχωνεύω, ενώνω, κρύβομαι ανάμεσα σε κτ, παρεξηγώ, παρανοώ, παρερμηνεύω, μπερδεύομαι, κάνω λάθος, μπερδεύω, μπερδεύω, δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτ, περνάω κπ/κτ για κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης confundir

μπερδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Confunde-me quando você me dá tantas instruções de uma só vez.
Μου προκαλεί σύγχυση όταν μου δίνεις τόσες πολλές οδηγίες την ίδια στιγμή.

μπερδεύω

verbo transitivo (κπ/κτ με κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Confundi Sharon com a mãe dela no telefone na noite passada e ela não ficou satisfeita.
Μπέρδεψα τη Σάρον με τη μαμά της στο τηλέφωνο χθες βράδυ και δεν της άρεσε.

μπερδεύω, παρανοώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você me confundiu agora; de qual filme você está falando?
Με μπέρδεψες τώρα! Για ποια ταινία μιλάς;

μπερδεύω, παρανοώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω κάποιον με κάποιον άλλο, περνάω κάποιον για κάποιον άλλο

verbo transitivo (identificar mal) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não reconheci a sua voz e a confundi com a Janaína.
Δεν αναγνώρισα τη φωνή της και την πέρασα για την Τζένη.

μπερδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eddy e Sid são gêmeos, por isso as pessoas normalmente os confundem.
Ο Έντι και ο Σιντ είναι δίδυμοι και συχνά ο κόσμος τους μπερδεύει.

κάνω κτ ασαφές, κάνω κτ λιγότερο σαφές

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαστίζω, μπερδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu avô está sempre confundindo as palavras.
Ο παππούς μου μπερδεύει συνέχεια τα λόγια του.

ανατρέπω

verbo transitivo (frustrar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω

verbo transitivo (καθομιλουμένη: ιδέες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω κπ με κπ άλλο

Eu sempre confundo Scarlett Johansson e Amber Heard; para mim, ela parecem realmente iguais.
Πάντα μπερδεύω τη Σκάρλετ Γιόχανσον με την Άμπερ Χερντ. Για εμένα, μοιάζουν πάρα πολύ.

θολώνω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ser inconsistente na hora de punir as crianças apenas confunde as regras.
Η ασυνέπεια στην τιμωρία των παιδιών απλά κάνει ασαφείς τους κανόνες.

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seu enigma realmente me confundiu! Qual é a resposta?
Το αίνιγμά σου πραγματικά με μπέρδεψε! Ποια είναι η απάντηση;

μπερδεύω, αποσυντονίζω, αποσπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As respostas bobas dela me confundiram.
Οι ανόητες απαντήσεις της με μπέρδεψαν (or: αποσυντόνισαν).

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαστίσω, συγχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A notícia o confundiu, porque não era o que ele esperava.

θολώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ απορία, μπερδεύω

(deixar perplexo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαστίζω, μπερδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κάτι ασαφές

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν αναγνωρίζω σωστά

verbo transitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπλέκω, μπερδεύω

(idéias) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você confundiu sua evidência: ninguém mais consegue te entender.
Μπέρδεψες τα στοιχεία σου, κανείς δε μπορεί να σε παρακολουθήσει πια.

αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω

(enganar ou confundir) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω κτ με κτ άλλο

(καθομιλουμένη)

Muitas pessoas misturam o sentido de "deduzir" com o sentido de "inferir".
Πολλοί συγχέουν τη σημασία της λέξης «υπονοώ» με τη σημασία της λέξης «συνάγω».

θολώνω

(fazer menos claro: ideias, resultados) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περισυγχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραξενεύω, μπερδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu achava que o Evan realmente queria fazer aquela aula, me desconcerta ver que ele não fez.
Νόμιζα πως ο Έβαν ήθελε πραγματικά να πάρει το μάθημα. Μου φαίνεται παράξενο που δεν το έκανε.

μπερδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θολώνω

verbo transitivo (confundido) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγχωνεύω, ενώνω

verbo transitivo (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρύβομαι ανάμεσα σε κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Achei que meu gato estivesse perdido, mas ele havia se misturado com os bichinhos de pelúcia na cama da minha irmã.
Νόμιζα ότι χάθηκε ο γάτος μου, αλλά εντέλει είχε κρυφτεί ανάμεσα στα λούτρινα ζωάκια που βρίσκονται στο κρεβάτι της κόρης μου.

παρεξηγώ, παρανοώ, παρερμηνεύω

verbo pronominal/reflexivo (entender mal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele se confundiu com os comentários dela como sendo a favor da mudança.
Παρεξήγησε (or: Παρανόησε) τις παρατηρήσεις της και θεώρησε ότι ήταν υπέρ της αλλαγής.

μπερδεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pedro se atrapalhou e me deu os documentos errados por engano.

κάνω λάθος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Desculpe, eu me enganei quando calculei o quanto devia a você.
Συγγνώμη, έκανα λάθος όταν υπολόγιζα πόσα σου χρωστάω.

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Decidimos nos encontrar, mas ele se atrapalhou com as datas e apareceu um dia antes.

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você me confundiu quando mudou todos os detalhes do nosso encontro.

δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτ

expressão (de outra coisa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω κπ/κτ για κπ/κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του confundir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.