Τι σημαίνει το envolver στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης envolver στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του envolver στο πορτογαλικά.

Η λέξη envolver στο πορτογαλικά σημαίνει σχετίζομαι, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, περικλείω, κινώ το ενδιαφέρον σε κπ, συνεπάγομαι, αγκαλιάζω, τυλίγω, περιτυλίγω, πείθω κπ για κτ, κλείνω, σφίγγω, περικλείω, περιβάλλω, τυλίγω, περιτυλίγω, τυλίγω, φασκιώνω, περιβάλλω, τυλίγω, περιβάλλω, περνάω, περικυκλώνω, περιβάλλω, περιβάλλω, πείθω, εμπλέκω, τυλίγω κπ με κτ, σκεπάζω κπ με κτ, τυλίγω, περιτυλίγω, σκεπάζω, τυλίγω κτ σε κτ, τυλίγω κτ με κτ, τυλίγω κτ με κτ, σκεπάζω κτ με κτ, τυλίγω κπ σε κτ, εμπλέκω, μπλέκω, περικυκλώνω, περιστοιχίζω, περιβάλλω, εμπλέκω κπ σε κτ, κυκλώνω, περικυκλώνω, συμμετέχω σε, συνεισφέρω σε, εμπλέκομαι σε, μπλέκω, ανακατεύομαι, εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι, περιβάλλομαι από κτ, εμπλέκομαι σε, μπερδεύομαι σε, συμμετέχω σε κτ, δεσμεύομαι, τα φτιάχνω με κπ, εμπλέκω κπ σε κτ, εμπλέκω, μπλέκω με κπ/κτ, συζητώ με κπ, συμπεριλαμβάνω κπ σε κτ, κάνω σχέση, έχω πάρε-δώσε με κπ, σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ, τυλίγω κτ/κπ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης envolver

σχετίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A compra de um carro geralmente envolve a obtenção de um empréstimo bancário.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι περισσότερες υποθέσεις διαζυγίου σχετίζονται με μοιχεία.

περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω

verbo transitivo (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela o envolveu no processo de tomada de decisão por causa da experiência dele.
Τον συμπεριέλαβε στη διαδικασία λήψης της απόφασης λόγω της εμπειρίας του.

περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω

(κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gostamos de incluir as crianças na decisão de onde ir nas férias de verão.
Μας αρέσει να συμπεριλαμβάνουμε και τα παιδιά όταν αποφασίζουμε που θα πάμε για τις καλοκαιρινές μας διακοπές.

περικλείω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κινώ το ενδιαφέρον σε κπ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A abordagem de matemática da professora não envolveu seus alunos.

συνεπάγομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O novo projeto econômico do governo envolvia uma série de medidas de austeridade.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το να πάρει κανείς πτυχίο συνεπάγεται πολλή και σκληρή προσπάθεια.

αγκαλιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυλίγω, περιτυλίγω

(κάτι/κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πείθω κπ για κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλείνω, σφίγγω

verbo transitivo (στα χέρια, στην αγκαλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mãe da Sara a envolveu num abraço.
Η μητέρα της Σάρας την έσφιξε στην αγκαλιά της.

περικλείω, περιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυλίγω, περιτυλίγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυλίγω, φασκιώνω

verbo transitivo (um bebê: cobrir enrolando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιβάλλω, τυλίγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιβάλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω

verbo transitivo (passar em)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois, você precisa besuntar o frango na manteiga até que fique coberto.

περικυκλώνω, περιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμπλέκω

(κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυλίγω κπ με κτ, σκεπάζω κπ με κτ

τυλίγω, περιτυλίγω, σκεπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυλίγω κτ σε κτ, τυλίγω κτ με κτ

Rachel embrulhou um pouco de salada em uma tortilha para almoçar.
Η Ρέιτσελ τύλιξε λίγη σαλάτα μέσα σε μια τορτίγια για μεσημεριανό.

τυλίγω κτ με κτ, σκεπάζω κτ με κτ

τυλίγω κπ σε κτ

Emily embrulhou o bebê em uma toalha e colocou talco no pé dele.

εμπλέκω, μπλέκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περικυκλώνω, περιστοιχίζω, περιβάλλω

verbo transitivo (envolver)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμπλέκω κπ σε κτ

(figurado)

κυκλώνω, περικυκλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμμετέχω σε, συνεισφέρω σε, εμπλέκομαι σε

verbo pronominal/reflexivo (participar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπλέκω

(BTA, ser punido por fazer algo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Συχνά έβρισκα τον μπελά μου με τους δασκάλους μου. Έμπλεξα γιατί έκλεψα μήλα απ' το περιβόλι του.

ανακατεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιβάλλομαι από κτ

(figurado, dar aparência de)

εμπλέκομαι σε, μπερδεύομαι σε

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμμετέχω σε κτ

verbo pronominal/reflexivo

Θα έπρεπε να συμμετέχεις σε περισσότερες λέσχες στο πανεπιστήμιο.

δεσμεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Precisamos de pessoas capazes de se empenhar, por isso por favor não se candidate ao emprego se não puder.
Χρειαζόμαστε ανθρώπους που είναι διαθέσιμοι να δεσμευτούν, γι' αυτό μην υποβάλετε αίτηση για δουλειά αν δεν μπορείτε να το κάνετε.

τα φτιάχνω με κπ

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμπλέκω κπ σε κτ

εμπλέκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não me envolve em seus problemas!

μπλέκω με κπ/κτ

(informal, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συζητώ με κπ

συμπεριλαμβάνω κπ σε κτ

É importante envolver as crianças nas discussões sobre problemas que afetam a família toda.

κάνω σχέση

έχω πάρε-δώσε με κπ

(negócios) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ

(figurado) (μεταφορικά)

O desaparecimento dela estava envolto em mistério.
Η εξαφάνιση της καλυπτόταν από πέπλο μυστηρίου.

τυλίγω κτ/κπ σε κτ

A poluição atmosférica envolveu a cidade em uma neblina amarelada e sufocante.
Το νέφος τύλιξε την πόλη σε μια αποπνικτική, κιτρινωπή θολούρα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του envolver στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.