Τι σημαίνει το construir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης construir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του construir στο ισπανικά.

Η λέξη construir στο ισπανικά σημαίνει χτίζω, φτιάχνω, δομώ, ξεπετώ, κατασκευάζω, φτιάχνω, σχηματίζω, ανεγείρομαι, κρηπιδώνω, χτίζω, κτίζω, ανοικοδομώ σε υπερβολικό βαθμό, στήνω σκαλωσιά, χτίζω πάνω σε κτ, συναρμολογώ, χτίζω κτ σε κτ, χτίζω κτ πάνω σε κτ, ανοίγω σήραγγα, φτιάχνω σήραγγα, κατασκευάζω με γυψοσανίδα, κατασκευάζω γυψοσανίδα, φωλιάζω σε κτ, βάζω τετράριχτη στέγη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης construir

χτίζω

(κτίριο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa construyó la casa en dos meses.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όνειρό του είναι να κατασκευάσει (or: φτιάξει) το ψηλότερο κτίριο του κόσμου.

φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ayuntamiento planea construir un nuevo centro cívico.
Ο δήμος σχεδιάζει να χτίσει ένα νέο κοινοτικό κέντρο.

δομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los estudiantes aprendieron a construir oraciones efectivas.

ξεπετώ

(ελαφρώς αρνητικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El constructor construyó la casa en menos de dos meses.
Ο οικοδόμος ξεπέταξε το σπίτι σε λιγότερο από δύο μήνες.

κατασκευάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Está máquina está muy bien construida.
Αυτό το μηχάνημα φτιάχτηκε πολύ καλά.

φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Armó una escalera con trozos de madera vieja.
Έφτιαξε μια σκάλα από παλιά κομμάτια ξύλο.

σχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Formas el plural agregando una "s".

ανεγείρομαι

(con se impersonal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El constructor confirmó que la pared frontal se construiría antes que las laterales.
Ο οικοδόμος επιβεβαίωσε πως ο μπροστινός τοίχος θα χτίζονταν πριν απ' τους πλαϊνούς.

κρηπιδώνω

(carretera)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτίζω, κτίζω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Donald se hará una casa en la costa. Los albañiles empezarán en marzo.

ανοικοδομώ σε υπερβολικό βαθμό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στήνω σκαλωσιά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτίζω πάνω σε κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puedes construir una carrera sobre la base que te da el curso de principiantes.
Το πρόγραμμα αρχαρίων θα σου δώσει μια καλή βάση, πάνω στην οποία μπορείς να χτίσεις.

συναρμολογώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Construí una estantería con tablones y bloques de cemento.
Συναρμολόγησα ένα ράφι με σανίδες και τσιμεντόλιθους.

χτίζω κτ σε κτ, χτίζω κτ πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Construyeron la ciudad sobre firmes cimientos.

ανοίγω σήραγγα, φτιάχνω σήραγγα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los topos construyen túneles debajo del césped y arruinan su apariencia.

κατασκευάζω με γυψοσανίδα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατασκευάζω γυψοσανίδα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωλιάζω σε κτ

Hay abejas construyendo colmenas en aquel árbol hueco.

βάζω τετράριχτη στέγη

(construcción: tejado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του construir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.