Τι σημαίνει το levantar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης levantar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του levantar στο ισπανικά.

Η λέξη levantar στο ισπανικά σημαίνει σηκώνω, σηκώνω, σηκώνω, σηκώνω, σταματώ, διακόπτω, μαζεύω, σηκώνω, απαντάω, χτίζω, προκαλώ, δημιουργώ, ανεβάζω, σηκώνω, ανεβάζω, υψώνω, δίνω ζωή, ζωντανεύω, ανεβάζω, σηκώνω, τονίζω, ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα, σηκώνω, ανεβάζω, ξεσηκώνω, σηκώνω, σηκώνω, τραβάω, τραβώ, σηκώνω, χτίζω, κτίζω, ανεβάζω, σηκώνω, σηκώνω, ανυψώνω, αίρω, τεντώνω, χτίζω, σηκώνω, ανυψώνω, ψηλώνω, κλέβω, σηκώνω, κουνάω, καθαρίζω, φωτίζω, ξυπνάω, ξυπνώ, υψώνω, ξεπετώ, ανεγείρω, κτίζω, στήνω, ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνω, κατεβαίνω, σηκώνω γρήγορα, ανεγείρομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, απογειώνομαι, αίρω το απόρρητο, οργώνω, χαρτογραφώ, φωτίζω, χαίρομαι, συνέρχομαι, μαζεύω, φτιαράκι για τα κακά, μετακομίζω, δυσανασχετώ, απογειώνομαι, αρχίζω την πτήση, κάνω απογραφή, απογειώνομαι, κάνω βάρη, ξεσκεπάζω, προκαλώ διένεξη, προκαλώ αντιπαράθεση, κουνάω τον κώλο μου, παίρνω τον κώλο μου, δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι, ξαφνιάζομαι, εγκαταλείπω στρατόπεδο, ανυψώνομαι, κοιτάζω προς τα πάνω, μιλώ πιο δυνατά, χαροποιώ, σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια, μαζεύω, προκαλώ υποψίες, καθησυχάζω, παρηγορώ, απαγγέλλω κατηγορία, ξεκολλάω από κτ, ανεβάζω, σηκώνω, σηκώνω, στηρίζω, βάρη, ψευδομαρτυρώ, υφίσταμαι τις συνέπειες, υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι, καρποφορώ, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, δυσπιστώ, αμφιβάλλω, ανεβάζω, φεύγω για, στριφώνω, ασκώ δίωξη σε κπ για κτ, ζωντανεύω, ζωηρεύω, σηκώνω απότομα, ψευδομαρτυρώ, αποδοκιμάζω, ανοίγω, ρίχνω μια ματιά, σηκώνω κπ στα χέρια, κάνω βάρη, ζητάω να δω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης levantar

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levantamos la sombrilla de playa unas seis pulgadas.
Σηκώσαμε την ομπρέλα θαλάσσης κατά έξι ίντσες.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levanta la mano si tienes una pregunta.
Σηκώστε το χέρι σας, εάν έχετε κάποια ερώτηση.

σηκώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él levantó la cabeza cuando escuchó su nombre.
Σήκωσε το κεφάλι του, μόλις άκουσε το όνομά του.

σηκώνω

verbo transitivo

Levantaron el puente levadizo de la carretera para permitir que el barco pasara.

σταματώ, διακόπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de un mes, el ejército atacante levantó el asedio de la ciudad amurallada.

μαζεύω, σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recogí el libro que se había caído al suelo.
Σήκωσα το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα.

απαντάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dejé sonar mucho el teléfono, pero no contestó.
Άφησα το τηλέφωνο να χτυπήσει για αρκετή ώρα αλλά δεν απάντησε.

χτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A la compañía le tomó tres semanas erigir un granero allí.

προκαλώ, δημιουργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La oposición creó una conmoción en la Cámara de Diputados.

ανεβάζω

(ηθικό, διάθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El éxito de su novela animó su espíritu.

σηκώνω, ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick levantó a Amy fuera del agua.
Ο Ρικ έσπρωξε την Έιμι έξω από το νερό.

υψώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω ζωή, ζωντανεύω

verbo intransitivo (AR, figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Menos mal que cuando ellos llegaron, levantó un poco la reunión.
Δίνει αρκετές περιγραφές για να ζωντανέψει τους χαρακτήρες του.

ανεβάζω

(έμφαση στο ανέβασμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeff levantó la caja hasta el camión.
Ο Τζεφ σήκωσε το κουτί και το έβαλε στο φορτηγό.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si levantas las cajas y me las das, yo las pondré en el ático.
Αν σηκώσεις τα κουτιά και μου τα δώσεις, θα τα βάλω στη σοφίτα.

τονίζω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un chorrito de limón exprimido va a levantar el sabor del salmón grillado.
Μια δόση φρέσκου χυμού λεμονιού θα τονίσει τη γεύση του ψητού σολομού.

ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se la pasaba coqueteando y levantando su vestido cada vez que un hombre guapo pasaba cerca suyo.

σηκώνω, ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un niño me pidió que lo levantara para que pudiera ver mejor el desfile.
Ένα πιτσιρίκι μου ζήτησε να το σηκώσω ψηλά για να μπορέσει να δει καλύτερα την παρέλαση.

ξεσηκώνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sermón pretende levantar a la congregación.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Derribé el jarrón de un golpe y tuve que volver a levantarlo.
Έριξα το βάζο και έπρεπε να το σηκώσω πάλι όρθιο.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levantó las rodillas hasta el pecho y se quedó en posición fetal.
Τράβηξε τα γόνατά της στο στήθος και έμεινε εκεί ξαπλωμένη σε εμβρυική στάση.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levanten la mano si saben la respuesta.
Σήκωσε το χέρι σου εάν γνωρίζεις την απάντηση.

χτίζω, κτίζω

(edificio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levantaron las paredes con ladrillos de adobe.
Έχτισαν τον τοίχο χρησιμοποιώντας πλίνθους από πέτρα της περιοχής.

ανεβάζω, σηκώνω

verbo transitivo (con gato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate levantó el coche para poder mirar las pastillas de freno.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levantó la bandeja por encima de los chicos.
Σήκωσε (or: ύψωσε) το δίσκο πάνω από τα παιδιά.

ανυψώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levantaron el coche para que el mecánico pudiera trabaja por abajo.
Το αμάξι ανυψώθηκε για να μπορέσει ο μηχανικός να εργαστεί στο κάτω μέρος του.

αίρω

verbo transitivo (ley, norma, castigo, veto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
California levantó su prohibición sobre el matrimonio homosexual en 2008.
Η Καλιφόρνια ήρε την απαγόρευση του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων το 2008. Η κυβέρνηση ήρε τον αποκλεισμό των ξένων προϊόντων έπειτα από τρεις μέρες.

τεντώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Όταν άκουσα κάποιον να αναφέρει το όνομά μου, τέντωσα τα αυτιά μου.

χτίζω

(κτίριο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa construyó la casa en dos meses.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όνειρό του είναι να κατασκευάσει (or: φτιάξει) το ψηλότερο κτίριο του κόσμου.

σηκώνω, ανυψώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Actividades sísmicas alzaron una sección del valle.
Η σεισμική δραστηριότητα έχει ανυψώσει ένα τμήμα της κοιλάδας.

ψηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Van a elevar la pared medio metro.

κλέβω

(informal, robar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los ladrones mangaron mi teléfono cuando no estaba mirando.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φωτίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lleve unos flores a mi madre para animar su habitación de hospital.

ξυπνάω, ξυπνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Caroline despertó a los niños antes del amanecer para ordeñar las vacas.
Η Κάρολαϊν ξύπνησε τα παιδιά πριν την ανατολή για να αρμέξουν τις αγελάδες.

υψώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños exploradores están izando la bandera en el mástil.
Οι πρόσκοποι υψώνουν τη σημαία στον ιστό.

ξεπετώ

(ελαφρώς αρνητικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El constructor construyó la casa en menos de dos meses.
Ο οικοδόμος ξεπέταξε το σπίτι σε λιγότερο από δύο μήνες.

ανεγείρω, κτίζω

(κτίριο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tardaron seis meses en erigir la iglesia.

στήνω

(carpa) (σκηνή, σκάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los exploradores armaron las carpas apenas llegaron al campamento.
Οι πρόσκοποι έστησαν τη σκηνή τους, μόλις έφθασαν στο χώρο της κατασκήνωσης. Η κατασκευαστική εταιρεία κτίζει μια καινούργια πολυκατοικία δίπλα στον ποταμό.

ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνω

(κατασκευή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los marineros pronto erigieron un grupo de carpas.

κατεβαίνω

(τέλος παραστάσεων)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La obra concluye este lunes.

σηκώνω γρήγορα

El perro irguió la cabeza.
Ο σκύλος σήκωσε γρήγορα τα κεφάλι του.

ανεγείρομαι

(con se impersonal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El constructor confirmó que la pared frontal se construiría antes que las laterales.
Ο οικοδόμος επιβεβαίωσε πως ο μπροστινός τοίχος θα χτίζονταν πριν απ' τους πλαϊνούς.

αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι

verbo transitivo (σταδιακά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La intensidad de la música está empezando a subir.

απογειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El vuelo era a las 5 pero no despegamos hasta las 6.30.

αίρω το απόρρητο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οργώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαρτογραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los exploradores fueron los primeros en cartografiar todo el continente.
Οι εξερευνητές ήταν οι πρώτοι που χαρτογράφησαν το εσωτερικό της ηπείρου.

φωτίζω, χαίρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Anímate, ya habrá tiempos mejores.

συνέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Betty estaba triste cuando Liam le dijo que la dejaba, pero pronto se reanimó y siguió con su vida.

μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los remeros cargaron sus remos al acercarse a la orilla.
Οι κωπηλάτες μάζεψαν τα κουπιά καθώς πλησίασαν στην ακτή.

φτιαράκι για τα κακά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετακομίζω

(coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estaba harto de esta ciudad, por lo que decidió levantar campamento.

δυσανασχετώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απογειώνομαι, αρχίζω την πτήση

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una gran bandada de palomas levantó vuelo cuando llegué a la plaza.

κάνω απογραφή

verbo transitivo

Το μαγαζί θα κλείσει νωρίς αύριο έτσι ώστε να κάνουμε απογραφή.

απογειώνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω βάρη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Salgo a correr y levanto pesas cuatro veces a la semana.
Τέσσερις φορές την εβδομάδα πάω για τρέξιμο και κάνω βάρη.

ξεσκεπάζω

locución verbal (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ διένεξη, προκαλώ αντιπαράθεση

(figurado, coloquial)

Ha levantado ampollas al sugerir que la familia real debe recibir menos dinero.

κουνάω τον κώλο μου, παίρνω τον κώλο μου

locución verbal (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι

(figurado)

A Jody le gustaría tener algo de ayuda en la cocina, pero Josh nunca mueve un dedo.

ξαφνιάζομαι

(sorpresa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εγκαταλείπω στρατόπεδο

(militar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανυψώνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κοιτάζω προς τα πάνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si quieres sentirte insignificante, eleva la vista y mira las estrellas en la noche.
Αν θες να νιώσεις μικροσκοπική, κοίταξε προς τα πάνω και δες τ' αστέρια τη νύχτα.

μιλώ πιο δυνατά

locución verbal (insolentarse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡No le voy a permitir que me levante la voz! ¡¿Quién se ha creído Ud. que es?!

χαροποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Levanta el ánimo, que mañana tendrás otra oportunidad!

σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En puntas de pie y levantando el brazo puedo tocar el techo.

μαζεύω

(με το φτυάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jardinero usó una espátula para levantar con espátula la porquería de perro que encontró en el jardín.

προκαλώ υποψίες

locución verbal

Es obvio que vas a levantar sospechas si vas con esa traza, pareces un vagabundo.

καθησυχάζω, παρηγορώ

locución verbal (coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La religión suele levantarle el ánimo a la gente en momentos difíciles.

απαγγέλλω κατηγορία

locución verbal

ξεκολλάω από κτ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

Ya sé que perdiste tu trabajo y tu novia te dejó, pero es hora de que levantes el ánimo, no te tengas lástima y sigas con tu vida.

ανεβάζω, σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tienes que cambiar una rueda, debes subir el coche con el gato hasta que la rueda deje de tocar el suelo.

σηκώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Corrí por la playa levantando con los pies la arena.
Έτρεχα στην παραλία σηκώνοντας άμμο καθώς προχωρούσα.

στηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάρη

locución verbal (σωματική άσκηση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Levantar pesas es excelente para mejorar la fuerza de la parte superior de tu cuerpo.

ψευδομαρτυρώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dar falso testimonio es una seria ofensa ante Dios.

υφίσταμαι τις συνέπειες

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lo hizo el presidente pero su sucesor tuvo que pagar el pato.

υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι, καρποφορώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sin financiación sus planes nunca levantarán vuelo.

ανεβάζω τον τόνο της φωνής

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No le levantes la voz a tu madre, jovencito.

δυσπιστώ, αμφιβάλλω

(descreimiento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανεβάζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El avión estaba perdiendo altitud cuando de repente levantó vuelo.

φεύγω για

(lugar)

A Edith y a mí nos gusta irnos a la playa temprano por la mañana.

στριφώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeni hizo el dobladillo del vestido para que no arrastrase por el suelo.
Η Τζένυ κόντυνε το φόρεμα ώστε να μην σέρνεται στο πάτωμα.

ασκώ δίωξη σε κπ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El sospechoso fue acusado de violación.

ζωντανεύω, ζωηρεύω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando me siento triste, una canción bonita siempre me levanta el ánimo.
Όταν νιώθω λυπημένος ένα ωραίο τραγούδι πάντα με ζωντανεύει.

σηκώνω απότομα

ψευδομαρτυρώ

locución verbal (εις βάρος κάποιου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No debes dar falso testimonio contra tus semejantes.

αποδοκιμάζω

(disconformidad)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανοίγω

(με εργαλείο, σήκωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los ladrones hicieron palanca para abrir la puerta con una barra.
Οι διαρρήκτες παραβίασαν την πόρτα με λοστό.

ρίχνω μια ματιά

locución verbal (προς τα πάνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El jugador de fútbol levantó la vista antes de pasar la pelota al área de penal.
Ο ποδοσφαιριστής σήκωσε το βλέμμα του πριν περάσει την μπάλα στην περιοχή του πέναλτι.

σηκώνω κπ στα χέρια

locución verbal (φίλοι σε γενέθλια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En el cumpleaños de Ruby, sus hermanos la tomaron de los brazos y piernas y la levantaron en el aire.

κάνω βάρη

locución verbal (γυμναστήριο)

ζητάω να δω

locución verbal (naipes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tras la tercera ronda, todos podemos pedir levantar la jugada.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του levantar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του levantar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.