Τι σημαίνει το consumption στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης consumption στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του consumption στο Αγγλικά.

Η λέξη consumption στο Αγγλικά σημαίνει κατανάλωση, κατανάλωση, φθίση, κατανάλωση αλκοόλ, κατανάλωση οινοπνεύματος, κατανάλωση αλκοόλ, κατανάλωση οινοπνεύματος, επιδεικτική κατανάλωση, κατανάλωση ενέργειας, για μαζική κατανάλωση, κατανάλωση καυσίμου, μαζική κατανάλωση, κατανάλωση ενέργειας, ακατάλληλος για κατανάλωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης consumption

κατανάλωση

noun (act of consuming)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lion's consumption of its prey was quick.
Η κατανάλωση του θηράματος από το λιοντάρι ήταν γρήγορη.

κατανάλωση

noun (usage rate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Consumption of disposable goods has increased lately.
Η κατανάλωση προϊόντων μιας χρήσεως έχει αυξηθεί τελευταία.

φθίση

noun (dated (tuberculosis) (παλαιό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The actress was never very healthy, and consumption took her in the end.
Η ηθοποιός δεν ήταν ποτέ πολύ υγιής και τελικά η φυματίωση την οδήγησε στον θάνατο.

κατανάλωση αλκοόλ, κατανάλωση οινοπνεύματος

noun (alcohol: amount consumed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A woman should strictly limit her alcohol consumption during pregnancy.

κατανάλωση αλκοόλ, κατανάλωση οινοπνεύματος

noun (act: drinking alcohol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The evidence is mounting that moderate alcohol consumption may be good for one's health.

επιδεικτική κατανάλωση

noun (show of wealth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
During a recession even the wealthiest tend to avoid conspicuous consumption.
Σε περιόδους ύφεσης ακόμα και οι πολύ πλούσιοι αποφεύγουν την επιδεικτική κατανάλωση.

κατανάλωση ενέργειας

noun (amount of energy used)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The US is responsible for one quarter of the world's energy consumption.

για μαζική κατανάλωση

adjective (intended for the general public)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The report was not intended for public consumption.

κατανάλωση καυσίμου

noun (use of fuel)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Low fuel consumption is an essential requirement for many car buyers.

μαζική κατανάλωση

noun (consumerism)

κατανάλωση ενέργειας

noun (energy use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Power consumption in big cities is generally much higher that in smaller towns. These days I try to control my power consumption by switching off lights I'm not using.
Η κατανάλωση ενέργειας στις μεγάλες πόλεις είναι γενικά πολλή μεγαλύτερη απ' ότι στις μικρότερες πόλεις..

ακατάλληλος για κατανάλωση

adjective (not safe to eat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The 60-year-old chocolate was unfit for human consumption.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του consumption στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του consumption

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.