Τι σημαίνει το drinking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drinking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drinking στο Αγγλικά.

Η λέξη drinking στο Αγγλικά σημαίνει ποτό, πιοτό, πόσιμος, πόση, πίνω, πίνω, πίνω, ποτό, ποτό, ποτό, γουλιά, νερό, πίνω, απορροφώ, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος, κύπελλο, ποτήρι, καλαμάκι, πόσιμο νερό, γερό ποτήρι, αλκοολισμός, αλκοολισμός, κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους, βρύση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drinking

ποτό, πιοτό

noun (alcoholism) (αλκοολισμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His drinking eventually broke up their marriage.

πόσιμος

adjective (water: safe to drink) (ασφαλής για πόση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
People had to buy drinking water when the public system failed.

πόση

noun (consumption of drinks) (κατανάλωση υγρών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πίνω

transitive verb (liquid: take by mouth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Drink some water if you're thirsty.
Πιες λίγο νερό αν διψάς.

πίνω

intransitive verb (consume liquid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You need to eat and drink if you are to stay alive and healthy.
Πρέπει να τρως και να πίνεις αν θες να παραμείνεις υγιής.

πίνω

intransitive verb (informal (consume alcohol) (αλκοόλ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need orange juice for those who don't drink.
Χρειαζόμαστε χυμό πορτοκάλι για αυτούς που δεν πίνουν.

ποτό

noun (beverage) (γενικά ή αλκοόλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We've got lots of drinks to choose from.
Έχουμε πολλά αφεψήματα για να διαλέξεις.

ποτό

noun (serving of a beverage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'll have one more drink before I leave.
Θα πάρω ακόμα ένα ποτό πριν φύγω.

ποτό

noun (informal, uncountable (alcoholic beverage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We need some drink for this party.
Χρειαζόμαστε ξύδια για το πάρτι.

γουλιά

noun (swallow of liquid)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He took a drink from the fountain.
Ήπιε μια γουλιά από τον ψύκτη.

νερό

noun (figurative, dated (body of water) (λίμνη, θάλασσα, ποτάμι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He leaned over the railing and fell into the drink.

πίνω

(toast with alcohol) (στην υγειά κάποιου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's drink to the bride and groom!
Ας πιούμε στην υγειά του γαμπρού και της νύφης!

απορροφώ

transitive verb (figurative (absorb)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sponge drank all the water.

υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ

noun (excessive alcohol consumption)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of college students ruin their academic record because of binge drinking on the weekends.

ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος

noun (legal age to drink alcohol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drinking age in New York is 21 years old.

κύπελλο

noun (cup for drinking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Everybody shared the blue metal drinking cup that hung by the pump.

ποτήρι

noun (glass for drinking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She served me lukewarm water in a chipped drinking glass.
Μου σέρβιρε χλιαρό νερό σε ένα ραγισμένο ποτήρι.

καλαμάκι

noun (for sucking up liquids)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We prefer paper drinking straws because they're environmentally friendly.

πόσιμο νερό

noun (water that is safe to drink) (νερό ασφαλές για πόση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pioneers only settled in areas where they could find safe drinking water.

γερό ποτήρι

adjective (consumes a lot of alcohol) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλκοολισμός

noun (alcoholism)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Problem drinking is rife in the United Kingdom.

αλκοολισμός

noun (binge drinking, excess alcohol consumption)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
According to the study, sorority life for college students often leads to problem drinking.

κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους

noun (alcohol consumption by minors)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This leaflet on underage drinking contains advice for parents of teenage children.

βρύση

noun (tap dispensing drinking water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After gym class the children lined up for a sip of water at the water fountain. The drinking fountain is a fine example of Victorian decorative street furniture.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drinking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του drinking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.