Τι σημαίνει το contar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contar στο ισπανικά.

Η λέξη contar στο ισπανικά σημαίνει μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, λέω κτ σε κπ, μετράω, μετρώ, μετράω, σύμφωνα με, υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω, βάζω, έχω, λέω, ξεστομίζω, λέω, αποκαλύπτω, φανερώνω, λέω κτ για να ξαλαφρώσω, διαδίδω, μεταφέρω, καταμετρώ, μετράω, μετρώ, λέω, αφηγούμαι, διηγούμαι, λέω, υπολογίζω, πετάω, εκτοξεύω, μετράω, μετρώ, διηγούμαι, αφηγούμαι, αφηγούμαι, διηγούμαι, αφηγούμαι, απαριθμώ, αφηγούμαι, λέω, λέω, μετράω, μετρώ, μιλάω για κτ, μιλώ για κτ, ξαναμετρώ, δείχνω, παρουσιάζω, δεν προσδοκώ, δεν ελπίζω, μέτρημα ανά δυάδες, μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα, έχω στη διάθεσή μου, λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι, μετράω προβατάκια, έχω τα χρήματα, δεν έχω χρόνο, δεν προλαβαίνω, λέω αστεία, λέω ένα αστείο, μετράω ως το, μετράω έως το, λέω ένα μυστικό σε κπ, τα λέω χαρτί και καλαμάρι, μετράω ανά δύο, μετράω δυο δυο, συγκαταλέγομαι σε, εκμυστηρεύομαι κτ σε κπ, μιλώ για κάτι, μετρώ αντίστροφα, ξαναλέω, κάτι παίρνει το αυτί μου, κάνω δίαιτα, αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη, υπολογίζω, λογαριάζω, βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, βασίζομαι σε, στηρίζομαι, βασίζομαι σε κπ/κτ, προσμετρώμαι σε κτ, λέω με δυο λόγια, αποκλείω, βάζω μέσα, λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία, εξηγώ λεπτομερειακά, περιγράφω λεπτομερειακά, ακούω ότι/πως, λέω αθώο ψέμα, λέω ψεματάκι, μετρώ αντίστροφα, ξαναλέω κτ σε κπ, συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε, βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, δεν περιμένω, λέω αστεία, στρέφομαι, ξαναλέω κτ σε κπ, θεωρώ κτ δεδομένο, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, είμαι, αποτελώ, μετρώ αντίστροφα, ξαναλέω, βασίζομαι, τα λέω όλα σε κπ, διαθέτω, έχω, αριθμώ, κρατάω το σκορ, υπολογίζω, βασίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contar

μετράω, μετρώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los niños están aprendiendo a contar.
Τα παιδιά μαθαίνουν να μετράνε.

μετράω, μετρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella contó los caramelos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι αρχαιολόγοι καταμέτρησαν τα ευρήματα και τα κατέγραψαν.

μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El maestro contó la cantidad de textos que había recolectado después del examen.
Η δασκάλα μέτρησε τα γραπτά που συγκέντρωσε στο τέλος του διαγωνίσματος.

λέω κτ σε κπ

verbo transitivo

Papi, ¿me cuentas un cuento?

μετράω, μετρώ

(tomar en cuenta)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cuenta mi experiencia laboral?

μετράω

verbo intransitivo (valer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu honestidad cuenta mucho para mí.

σύμφωνα με

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La leyenda cuenta que los lagos son las huellas de un gigante.

υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es un viaje de ocho horas, sin contar las paradas.

βάζω, έχω

(καθομ: κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Te cuento entre mis mejores amigos.
Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους.

λέω

(a alguien)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Has roto mi cochecito de juguete. ¡Se lo voy a contar a mamá!
Έσπασες το αυτοκινητάκι μου. Θα το πω στη μαμά!

ξεστομίζω, λέω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sabía que tarde o temprano contaría la verdad.
Ήξερε ότι θα πει την αλήθεια αργά η γρήγορα.

αποκαλύπτω, φανερώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se negó a contar el secreto de cómo había conocido a su pareja.

λέω κτ για να ξαλαφρώσω

(ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me contó todos sus miedos.

διαδίδω, μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor no cuentes lo que estoy por decirte, es un secreto.
Σε παρακαλώ μη διαδόσεις αυτό που θα σου πω, είναι μυστικό.

καταμετρώ, μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward contó los votos.
Ο Έντουαρτ καταμέτρησε τις ψήφους.

λέω, αφηγούμαι, διηγούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él le cuenta algunas historias extrañas a sus hijos.

λέω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Tienes noticias de ella? ¡Cuenta, cuenta!
Έμαθες κάτι για κείνη; Έλα, πες το μου!

υπολογίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Papá contó los puntos de la última mano de rummy.

πετάω, εκτοξεύω

(chiste) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johanna quería tener una conversación seria, pero Jim no paraba de contar chistes.

μετράω, μετρώ

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ian contó diez botes en el puerto.

διηγούμαι, αφηγούμαι

(λεπτομερώς)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El viejo Joe relató algunas de sus mejores historias de guerra.
Ο γερο-Τζο εξιστόρησε μερικές από τις καλύτερες πολεμικές ιστορίες του.

αφηγούμαι, διηγούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El testigo narró su historia del crimen.

αφηγούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El viajero relató su historia.
Ο ταξιδιώτης αφηγήθηκε την ιστορία του.

απαριθμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Déjame enumerar las razones por las que no quiero salir contigo: eres vago, estúpido y feo.

αφηγούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El viejo soldado narró cómo su unidad se había defendido del enemigo.

λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El hombre culpable decidió decir la verdad.

λέω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dime qué te dijo.
Πες μου τι είπε.

μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El guía de turismo contó a los turistas mientras volvían al micro.
Η ξεναγός μέτρησε τους τουρίστες όταν γύρισαν στο λεωφορείο.

μιλάω για κτ, μιλώ για κτ

La antigua leyenda cuenta la historia de una princesa que mató a un dragón.

ξαναμετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se recontaron los votos, pero el resultado fue el mismo.
Έγινε επανακαταμέτρηση των ψηφοδελτιών, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

δείχνω, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El nuevo modelo de este ordenador incluye más memoria y un procesador más rápido.
Το νέο μοντέλο του υπολογιστή διαθέτει μεγαλύτερη μνήμη και πιο γρήγορο επεξεργαστή.

δεν προσδοκώ, δεν ελπίζω

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No cuento con que se pueda empezar a producir una vacuna antes de fin de mes.

μέτρημα ανά δυάδες

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡En el siguiente número de la revista, una de las principales estrellas de Hollywood revelará todo!

έχω στη διάθεσή μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La propiedad cuenta con una marina y una cancha de tenis.

λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι

locución verbal (κάτι φανταστικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los niños le pidieron al abuelo que les contara un cuento.

μετράω προβατάκια

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο καλύτερος τρόπος για να κοιμηθείς είναι να μετράς προβατάκια.

έχω τα χρήματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tenemos los medios para comprar un auto nuevo ahora mismo.

δεν έχω χρόνο, δεν προλαβαίνω

locución verbal (formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No cuento con tiempo para charlas tontas.
Δεν έχω χρόνο για ψιλοκουβέντα.

λέω αστεία

locución verbal (CR, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω ένα αστείο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετράω ως το, μετράω έως το

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedo contar hasta diez en chino.

λέω ένα μυστικό σε κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα λέω χαρτί και καλαμάρι

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετράω ανά δύο, μετράω δυο δυο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El niño está aprendiendo a contar de dos en dos.

συγκαταλέγομαι σε

Esta escuela cuenta entre las diez mejores de la nación.
Αυτό το σχολείο συγκαταλέγεται στα δέκα κορυφαία σχολεία της χώρας.

εκμυστηρεύομαι κτ σε κπ

Eres discreto y por eso voy a hacerte una confidencia.

μιλώ για κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετρώ αντίστροφα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tan pronto como termina un cumpleaños, Tommy empieza a contar los días hasta el siguiente.
Μόλις περάσουν τα γενέθλιά του, ο Τόμι αρχίζει να μετράει αντίστροφα για τα επόμενα.

ξαναλέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marcy tuvo que contarle las malas noticias a su padre y después tuvo que contar todo a su madre de nuevo.

κάτι παίρνει το αυτί μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω δίαιτα

locución verbal (literal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Excepto por los dos girasoles, su jardín no tenía ninguna flor.

υπολογίζω, λογαριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contamos con que estarás de vuelta para la cena.

βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ

Incluí a Sheila en mi equipo porque sé que puedo contar con ella.
Συμπεριέλαβα τη Σίλα στην ομάδα, επειδή ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω της.

βασίζομαι σε

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη βοήθειά σας και να σας διαβεβαιώσω ότι μπορείτε να βασιστείτε στην υποστήριξή μου οποιαδήποτε στιγμή.

στηρίζομαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siempre puedes contar conmigo.
Μπορείς πάντοτε να στηρίζεσαι πάνω μου.

βασίζομαι σε κπ/κτ

προσμετρώμαι σε κτ

λέω με δυο λόγια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por favor cuéntanos por encima lo que has planeado para las vacaciones.

αποκλείω

locución verbal (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estoy ocupado el sábado así que no cuenten conmigo para el partido de fútbol.

βάζω μέσα

(ανεπ, καθομ: συνυπολογίζω)

λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Toda imagen hace una crónica.

εξηγώ λεπτομερειακά, περιγράφω λεπτομερειακά

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το μυθιστόρημα περιγράφει λεπτομερειακά τη ζωή στην Αμερική την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης.

ακούω ότι/πως

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un pajarito me contó que tiene una amante en Brooklyn.

λέω αθώο ψέμα, λέω ψεματάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julius se metió en problemas por contarle mentirijillas a su madre.

μετρώ αντίστροφα

locución verbal (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναλέω κτ σε κπ

Después de contarle el accidente a la policía, tuvo que volver a contarlo para el jurado.

συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε

(κάποιον/κάτι σε κάτι)

La Madre Teresa debería ser contada entre los santos.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Μητέρα Τερέζα θα πρέπει να συμπεριληφθεί στους αγίους.

βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ

(ότι/πως θα κάνει κτ)

Podés contar con ella para que llegue a tiempo.
Μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα είναι στην ώρα της.

δεν περιμένω

(pensar que no) (να γίνει κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No tengo expectativas de que pueda contestar a mi pregunte, pero igual voy a preguntarle.

λέω αστεία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nos pasamos toda la noche contando chistes.
Λέγαμε αστεία όλο το βράδυ.

στρέφομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siempre que esté en problemas sé que puedo contar con el apoyo de mi familia y amigos.
Όποτε αντιμετωπίζω δυσκολίες, ξέρω ότι μπορώ πάντα να στραφώ στους φίλους και την οικογένειά μου.

ξαναλέω κτ σε κπ

(καθομιλουμένη)

Después de que Bobby le rogase, su madre le volvió a contar la historia.

θεωρώ κτ δεδομένο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los fanáticos contaban con una victoria después del reciente éxito del Manchester City.
Μετά τις πρόσφατες επιτυχίες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ οι οπαδοί θεωρούσαν δεδομένη τη νίκη σήμερα.

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuento los días que faltan para poder costearme la jubilación.
Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη.

είμαι, αποτελώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esa respuesta es un buen ejemplo de sarcasmo.
Η απάντηση αυτή αποτελεί ένα καλό παράδειγμα σαρκασμού.

μετρώ αντίστροφα

Era casi medianoche en la víspera de Año Nuevo, la multitud en Times Square contaba hacia atrás los segundos.

ξαναλέω

(σε κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Cuántas veces tengo que volver a decirte que fumar mata?

βασίζομαι

(σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Es una mujer orgullosa y no le gusta tener que depender de sus parientes.
Είναι μια περήφανη κυρία και δεν της αρέσει να πρέπει να βασίζεται στους συγγενείς της για βοήθεια.

τα λέω όλα σε κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A Jim no le gustaba lo que el resto de los niños estaba haciendo, por lo que se lo contó a la profesora.
Στον Τζιμ δεν άρεσε αυτό που έκαναν τα άλλα παιδιά και έτσι τα κάρφωσε στον δάσκαλο.

διαθέτω, έχω

(κάτι πολύ καλό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El hotel cuenta con una piscina olímpica, un sauna y un gimnasio.
Το ξενοδοχείο διαθέτει (or: έχει) πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων, σάουνα και γυμναστήριο.

αριθμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banda musical cuenta con bastantes estudiantes entre sus fanáticos.
Το συγκρότημα αριθμούσε αρκετούς φοιτητές ανάμεσα στους θαυμαστές του.

κρατάω το σκορ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tú puedes jugar y yo llevaré la puntuación.

υπολογίζω, βασίζομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estoy contando con la recuperación del mercado de valores, de otro modo no tendré una jubilación suficiente.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.