Τι σημαίνει το contacto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contacto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contacto στο ισπανικά.

Η λέξη contacto στο ισπανικά σημαίνει εφάπτομαι σε, δημιουργώ σχέση, επικοινωνώ με κπ, επικοινωνώ, προσπαθώ να επικοινωνήσω, επαφή, επαφή, επικοινωνία, σχέση, επαφή, επικοινωνία, επαφή, γνωριμία, επαφή, επικοινωνία, επαφή, άγγιγμα, έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επαφή με, ξαναεπικοινωνώ, φέρνω σε επαφή, κλήση στον βομβητή, έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επικοινωνία με κπ, φέρω κπ σε επαφή με κπ άλλον, επικοινωνώ με κπ, επικοινωνώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contacto

εφάπτομαι σε

(μαθηματικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημιουργώ σχέση

verbo intransitivo

επικοινωνώ με κπ

Voy a ver si puedo contactar con él para preguntarle sobre la fiesta.
Άσε να δω αν μπορώ να τον πιάσω στο τηλέφωνο και να τον ρωτήσω για το πάρτι.

επικοινωνώ

verbo intransitivo (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si ese viejo transmisor todavía funciona, trata de contactar con el cuartel general.

προσπαθώ να επικοινωνήσω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Traté de contactar a la familia en estos momentos de necesidad.
Προσπάθησα να επικοινωνήσω με την οικογένεια σε αυτή τους τη δύσκολη στιγμή.

επαφή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El contacto con la pintura fresca puede arruinar tu ropa.
Η επαφή με βρεγμένη μπογιά θα χαλάσει τα ρούχα σου.

επαφή, επικοινωνία, σχέση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Tiene algún contacto con la comunidad mexicana?
Έχει καμία επαφή με την μεξικανική κοινότητα;

επαφή, επικοινωνία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sí, éramos amigos pero perdimos el contacto hace unos años.
Ναι, ήμασταν φίλοι, αλλά έχουμε χάσει επαφή τα τελευταία χρόνια.

επαφή, γνωριμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo un contacto en esa compañía si necesitas ayuda.
Έχω μέσον σε εκείνη την εταιρία, αν χρειαστείς βοήθεια.

επαφή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los contactos eléctricos deben tocarse para cerrar el circuito.

επικοινωνία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo que ponerme en contacto con él. Permíteme que le llame ahora.
Πρέπει να έρθω σε επικοινωνία μαζί του. Ας του τηλεφωνήσω τώρα.

επαφή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El líder perdió el contacto con la voluntad popular.

άγγιγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Su toque la reconfortó.
Το άγγιγμά του την παρηγόρησε.

έρχομαι σε επαφή με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tal vez algún día los extraterrestres harán contacto con la Tierra.

έρχομαι σε επαφή με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puede ponerse en contacto con nosotros en la dirección que figura arriba.

ξαναεπικοινωνώ

locución verbal (με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω σε επαφή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un amigo de su padre la puso en contacto con el Sr. Smith, y el Sr. Smith la contrató como tipógrafa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ένας φίλος του πατέρα του τον έφερε σε επαφή με τον κύριο Σμιθ και ο κύριος Σμιθ τον προσέλαβε ως τυπογράφο.

κλήση στον βομβητή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επικοινωνία με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me gustaría ponerme en contacto con mis amigos de la universidad.
Θα ήθελα να έρθω σ' επαφή με τους παλιούς μου φίλους απ' το πανεπιστήμιο.

φέρω κπ σε επαφή με κπ άλλον

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έχετε απευθυνθεί σε λάθος τμήμα. Θα σας φέρω, όμως, σε επαφή με κάποιον που θα σας βοηθήσει.

επικοινωνώ με κπ

Cuando Steve estaba trabajando fuero de la oficina, su jefe se ponía en contacto con él por correo electrónico una vez por día.

επικοινωνώ

(με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías contactar a tu médico si tienes mucha fiebre.
Αν κάνεις υψηλό πυρετό θα πρέπει να επικοινωνήσεις με τον γιατρό σου.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contacto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του contacto

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.