Τι σημαίνει το contempt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contempt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contempt στο Αγγλικά.

Η λέξη contempt στο Αγγλικά σημαίνει περιφρόνηση, περιφρόνηση, ασέβεια προς το δικαστήριο, προσβολή του δικαστηρίου, κατηγορία καταφρόνησης δικαστικής αρχής, κατηγορία καταφρόνησης δικαστηρίου, κατηγορία καταφρόνησης δικαστικής αρχής, κατηγορία καταφρόνησης δικαστηρίου, καταφρόνηση δικαστικής αρχής, καταφρόνηση δικαστηρίου, δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου, δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου, περιφρονώ, κατηγορώ κπ για ασέβεια προς το δικαστήριο, περιφρονώ, περιφρονητικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contempt

περιφρόνηση

noun (scorn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Samuel has a lot of contempt for people who are racist.
Ο Σαμουήλ τρέφει μεγάλη απέχθεια προς τους ανθρώπους που είναι ρατσιστές.

περιφρόνηση

noun (disregard for rules, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The player's flagrant contempt for the rules earned him a red card.

ασέβεια προς το δικαστήριο, προσβολή του δικαστηρίου

noun (law: contempt of court)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The witness ended up serving a four-month prison sentence for contempt after lying in court.

κατηγορία καταφρόνησης δικαστικής αρχής, κατηγορία καταφρόνησης δικαστηρίου

plural noun (accusation of disrupting a court)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατηγορία καταφρόνησης δικαστικής αρχής, κατηγορία καταφρόνησης δικαστηρίου

plural noun (accusation: defying the court)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καταφρόνηση δικαστικής αρχής, καταφρόνηση δικαστηρίου

noun (disruption of legal proceedings)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The judge threatened them with contempt of court charges unless they behaved themselves.

δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου

plural noun (law: action for disrupting court)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου

noun (legal action)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιφρονώ

verbal expression (despise, think [sb] worthless)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατηγορώ κπ για ασέβεια προς το δικαστήριο

verbal expression (legal accusation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιφρονώ

verbal expression (treat [sth], [sb] without respect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιφρονητικά

adverb (in a disdainful way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Don't look at me with contempt.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contempt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του contempt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.