Τι σημαίνει το contente στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contente στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contente στο πορτογαλικά.

Η λέξη contente στο πορτογαλικά σημαίνει χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, χαρούμενος, χαρούμενος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, χαρωπός, πρόσχαρος, ευτυχής, περιχαρής, χαρωπός, χαρούμενος, ευχαριστημένος, γουστάρω, ξετρελαμένος με κτ, ξεμυαλισμένος με κτ, χαρούμενος για κτ, ευχαριστημένος με κτ, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ευχαρίστησης, ικανοποίησης, ευτυχισμένος, χαρούμενος, ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, είμαι ευχαριστημένος με κτ/κπ, είμαι ικανοποιημένος με κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contente

χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A gata estava aninhada perto do fogo, parecendo contente.
Η γάτα ήταν κουλουριασμένη δίπλα στη φωτιά, δείχνοντας ευτυχισμένη.

χαρούμενος

adjetivo (που κάνω κτ, που συμβαίνει κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ela ficou contente de saber da promoção dele.
Χάρηκε όταν έμαθε για την προαγωγή του.

χαρούμενος

adjetivo (feliz)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Fico contente em saber que você está vindo.
Χαίρομαι που θα έρθετε.

ικανοποιημένος, ευχαριστημένος

adjetivo (satisfeito)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαρωπός, πρόσχαρος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευτυχής, περιχαρής, χαρωπός

adjetivo (χαρούμενος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαρούμενος, ευχαριστημένος

adjetivo (feliz)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γουστάρω

adjetivo (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É excelente que você tenha vindo. Eu estou contente!
Είναι φοβερό που μπόρεσες να έρθεις. Φτιάχτηκα!

ξετρελαμένος με κτ, ξεμυαλισμένος με κτ

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu estou contente com meu novo carro!
Είμαι ξετρελαμένος με το καινούργιο μου αυτοκίνητο.

χαρούμενος για κτ

adjetivo

Tenho tantas coisas na vida para estar contente.

ευχαριστημένος με κτ

adjetivo

Emily não estava nem um pouco feliz com as mudanças no trabalho.

ικανοποιημένος, ευχαριστημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ευχαριστημένος, ικανοποιημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ευχαρίστησης, ικανοποίησης

(σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Ben conseguia ver na expressão satisfeita de Adam que ele tinha conseguido o emprego.
Ο Μπεν μπορούσε να καταλάβει από την ικανοποιημένη έκφραση του Άνταμ ότι είχε πάρει τη δουλειά.

ευτυχισμένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu estava feliz no verão passado quando nós estávamos namorando.
Ήμουν ευτυχισμένος πέρσι την άνοιξη που τα είχαμε.

χαρούμενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estou feliz porque vieste.
Χαίρομαι που ήρθες.

ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

interjeição

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Você conseguiu o emprego? Eu aposto que seus pais estão satisfeitos.
Πήρες τη δουλειά; Πάω στοίχημα ότι οι γονείς σου είναι ευχαριστημένοι.

είμαι ευχαριστημένος με κτ/κπ, είμαι ικανοποιημένος με κτ/κπ

O chefe estava satisfeito com o trabalho de Natalie.
Το αφεντικό ήταν ικανοποιημένο από τη δουλειά της Ναταλί.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contente στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.