Τι σημαίνει το louco στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης louco στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του louco στο πορτογαλικά.
Η λέξη louco στο πορτογαλικά σημαίνει τρελός, τρελός, παλαβός, τρελός, παλαβός, τρελός, τρελός, τρελός για κπ, τρελαμένος με κτ, πωρωμένος με κτ, κολλημένος με κτ, λάτρης, τρελός, παλαβός, τρελός, ψυχάκιας, τρελός, τρελός, τρελός, τρελός, τρελός, παλάβρας, τρελός, τα παίρνω στο κρανίο, τρελάρας, τρελέγκω, ανισόρροπος, τρελός, φρενοβλαβής, τρελός, τρελάρας, τρελός, τρελή, τρελός, φευγάτος, ψυχεδελικός, μανιακός, φρενοβλαβής, τρελός, παλαβός, μουρλός, τρελός, θεότρελος, μουρλός, παλαβός, άρρωστος, εκκεντρικός, τρελαίνομαι, ασυνήθιστος, εκκεντρικός, γειάσου, κουκουρούκου, περίεργος, λυσσασμένος, χαρούμενος, ξέφρενος, κολλημένος με κτ, αλλόφρονας, τρελός, έξαλλος, θέλει να βγει στη σκηνή, θεότρελος, θεοπάλαβος, τρελός, παλαβός, παράφρονας, που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή, τρελαίνομαι για κπ/κτ, τρελάρας, θεοπάλαβος, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, τρελαίνω, τρελαίνομαι, τα παίρνω στο κρανίο, τρελαίνομαι, παλαβώνω, τρελός και παλαβός, πεθαίνω για κτ, θυμωμένος για κτ, τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω, πεθαίνω να κάνω κτ, γίνομαι έξαλλος, το παρακάνω, τρελαίνομαι, ενοχλώ, τρελαίνω, του δίνω να καταλάβει, τρελαίνομαι, φρικάρω, είμαι τρελός για κπ, τρελαίνομαι για κτ, λαχταράω, λαχταρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης louco
τρελόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Havia um homem louco no metrô hoje. Ήταν ένας τρελός άντρας σήμερα στο μετρό. |
τρελός, παλαβόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελός, παλαβός(pessoa insana) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Εκείνος εκεί ο τύπος είναι παλαβός. |
τρελόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele era louco e teve de ser enviado para um hospital psiquiátrico. Ήταν φρενοβλαβής και έπρεπε να μπει στο ψυχιατρείο. |
τρελόςadjetivo (μτφ, καθομ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Você é louco! Não vá por aí! Δεν πας καλά! Μην μπεις εκεί μέσα! |
τρελός για κπ(figurado) (μεταροφικά) Ela pensa nele o tempo todo porque é louca por ele. Τον σκέφτεται όλη την ώρα γιατί είναι τρελή γι' αυτόν. |
τρελαμένος με κτ, πωρωμένος με κτ, κολλημένος με κτ(αργκό) Meu filho mais novo é louco por basquete. Ο μικρότερος γιος μου είναι τρελαμένος (or: πωρωμένος) με το μπάσκετ. |
λάτρης
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Brian é louco por café; ele não fala sobre mais nada. Ο Μπράιαν είναι λάτρης του καφέ, δεν μιλάει για τίποτα άλλο. |
τρελός, παλαβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tia Marie é louca; ela passa o dia inteiro limpando a coleção de bonecas dela. Η θεία Μαρί είναι τρελή και περνάει όλη τη μέρα καθαρίζοντας τη συλλογή με τις κούκλες της. |
τρελόςadjetivo (gíria) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Você deve estar louco para achar que isso vai funcionar. Πρέπει να είστε τρελοί που νομίζετε πως αυτό θα πιάσει! |
ψυχάκιαςadjetivo (gíria: louco) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελόςadjetivo (gíria) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελόςsubstantivo masculino (figurado: temerário, desvairado) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελόςsubstantivo masculino (informal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελόςsubstantivo masculino (gíria) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παλάβραςadjetivo (pejorativo, informal) (αργκό, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελόςadjetivo (figurado: pessoa) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan pensou que seu irmão estava louco porque ele estava praticando esportes incrivelmente perigosos. Ο Νταν θεωρούσε πως ο αδελφός του ήταν τρελός γιατί του άρεσαν τα απίστευτα επικίνδυνα σπορ. |
τα παίρνω στο κρανίοadjetivo (expressão: de raiva) (ανεπ: έξαλλος από θυμό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο μπαμπάς τα πήρε στο κρανίο όταν έμαθε ότι με απέβαλαν από το σχολείο για δυο μέρες. |
τρελάρας, τρελέγκωadjetivo (figurativo, informal) (καθομιλουμένη, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ανισόρροπος, τρελός, φρενοβλαβήςsubstantivo masculino (arcaico) (αρχαϊκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελόςsubstantivo masculino (gíria) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελάραςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελός, τρελήsubstantivo masculino (μεταφορικά: για κάτι) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Sou louco por basquete. Είμαι τρελός για το μπάσκετ. |
τρελόςadjetivo (informal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φευγάτος(informal, estupefato por drogas) (μτφ, αργκό: ναρκωτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ψυχεδελικόςadjetivo (como efeito de uma droga) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μανιακός, φρενοβλαβήςsubstantivo masculino (τρελός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Μόνο ένας φρενοβλαβής θα επιχειρούσε να οδηγήσει με αυτές τις συνθήκες. |
τρελός, παλαβός, μουρλόςsubstantivo masculino (gíria) (αργκό, υποτιμητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελός, θεότρελος, μουρλός, παλαβός(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άρρωστος(pessoa mentalmente doente ou comprometida) (μεταφορικά, καθομ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκκεντρικόςadjetivo (gíria) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελαίνομαι(μεταφορικά: από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ασυνήθιστος, εκκεντρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Keith teve umas ideias doidas na sessão de brainstorming. |
γειάσου, κουκουρούκου(informal) (αργκό) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) É melhor você evitar a mulher com um balde na cabeça; ela é doida (or: maluca). Να αποφύγεις την κυρία με τον κουβά στο κεφάλι - είναι γειάσου (or: κουκουρούκου). |
περίεργος(BRA: informal, pejorativo, ofensivo!) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Algum pé no saco disse para ela não comer alimentos vermelhos e amarelos na mesma refeição. Κάποιος περίεργος της είπε να μην τρώει κόκκινα και κίτρινα τρόφιμα στο ίδιο γεύμα. |
λυσσασμένοςadjetivo (κυριολεκτικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) O cachorro hidrófobo foi baleado antes que ele pudesse passar raiva para alguém. Το λυσσασμένο σκυλί πυροβολήθηκε πριν μεταδώσει τη λύσσα σε άλλους. |
χαρούμενος, ξέφρενος(feliz, alegre) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κολλημένος με κτ(gostar demais de algo, jogo) (καθομ, μεταφορικά) |
αλλόφρονας, τρελός, έξαλλος(εκτός εαυτού) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ένας αλλόφρονας (or: τρελός) οδηγός όρμηξε με το αμάξι στην βιτρίνα ενός καταστήματος. |
θέλει να βγει στη σκηνήexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεότρελος, θεοπάλαβος(louco, demente, insano) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελός, παλαβός, παράφρονας(insano, louco) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρελαίνομαι για κπ/κτexpressão (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελάρας, θεοπάλαβος(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτούexpressão verbal (irritar alguém intensamente) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελαίνωexpressão verbal (informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρελαίνομαιexpressão verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα παίρνω στο κρανίοexpressão (figurado) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελαίνομαι, παλαβώνωlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρελός και παλαβός(figurado, entusiasta de algo) (καθομιλουμένη: με κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O maestro da banda é louco por musicais. Ο διευθυντής της ορχήστρας είναι τρελός και παλαβός με τα μιούζικαλ. |
πεθαίνω για κτ(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Susan estava morrendo de vontade de fumar um cigarro, mas não queria sair. Η Σούζαν πέθαινε για ένα τσιγάρο αλλά δεν ήθελε να βγει έξω. |
θυμωμένος για κτ(καθομιλουμένη) |
τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβωexpressão verbal (ser sexualmente atraente) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πεθαίνω να κάνω κτ(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estou morrendo de vontade de ver minha família, depois de passar um ano no exterior. Πεθαίνω να δω την οικογένειά μου μετά από έναν χρόνο στο εξωτερικό. |
γίνομαι έξαλλοςexpressão verbal |
το παρακάνω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελαίνομαιlocução verbal (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ενοχλώexpressão verbal (incomodar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρελαίνωexpressão verbal (figurado, excitar sexualmente) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
του δίνω να καταλάβειexpressão verbal (gíria) (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελαίνομαιexpressão verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φρικάρω(estado de ficar "fora de si") (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
είμαι τρελός για κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lucas é louco por Carla e até a pediu em casamento. |
τρελαίνομαι για κτ
Simon é louco por bananas. Ele come uma todos os dias. |
λαχταράω, λαχταρώ(formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του louco στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του louco
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.