Τι σημαίνει το contrair στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contrair στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contrair στο πορτογαλικά.
Η λέξη contrair στο πορτογαλικά σημαίνει προσβάλλομαι, μολύνομαι, σφίγγω, παρουσιάζω, σουφρώνω, κολλάω, κολλώ, ζαρώνω, σουφρώνω, συστέλλομαι, συσπώμαι, τινάζομαι, παθαίνω κράμπα, χαμηλώνω το βλέμμα, παθαίνω σπασμό, σφαδάζω από τους πόνους, παθαίνω καρκίνο, ζαρώνω, μαζεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contrair
προσβάλλομαι, μολύνομαιverbo transitivo (από ασθένεια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele contraiu malária na África. Κόλλησε ελονοσία στην Αφρική. |
σφίγγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Σφίξε τους μύες των ποδιών σου όταν κάνεις αυτό το τέντωμα. |
παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu contraí um resfriado no fim de semana. |
σουφρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κολλάω, κολλώ(ασθένεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A veterinária deu uma vacina no cachorro para impedir que ele adquirisse (or: contraísse) raiva. Ο κτηνίατρος έκανε εμβόλιο στον σκύλο για να μην κολλήσει λύσσα. |
ζαρώνω, σουφρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela franziu a sobrancelha em um pensamento profundo. |
συστέλλομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A madeira contrai-se quando seca. Το ξύλο συστέλλεται καθώς στεγνώνει. |
συσπώμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τινάζομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Harry se contrai toda vez que você se aproxima. Ο Χάρι τινάζεται κάθε φορά που τον πλησιάζει κάποιος. |
παθαίνω κράμπαverbo pronominal/reflexivo (músculo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os músculos da coxa de Jesse se contraíram no meio da corrida. Οι μύες στους μηρούς της Τζες έπαθαν κράμπα στα μέσα του αγώνα. |
χαμηλώνω το βλέμμαverbo pronominal/reflexivo (encolher-se de vergonha) (από ντροπή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ruth se contraiu de constrangimento quando admitiu que tinha mentido. Η Ρουθ κοκκίνισε από ντροπή όταν παραδέχτηκε ότι είχε πει ψέματα. |
παθαίνω σπασμόverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σφαδάζω από τους πόνους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παθαίνω καρκίνοexpressão verbal (contrair tumor maligno) |
ζαρώνω, μαζεύομαιverbo pronominal/reflexivo (encolher-se de medo) (από φόβο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu agacho-me sempre que ela diz que vai cantar. Ανατριχιάζω όποτε λέει ότι θα τραγουδήσει. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contrair στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του contrair
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.