Τι σημαίνει το receber στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης receber στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του receber στο πορτογαλικά.
Η λέξη receber στο πορτογαλικά σημαίνει λαμβάνω, παίρνω, παίρνω ως δώρο, παίρνω, έχω σήμα, παίρνω, καταδικάζομαι σε κτ, λαμβάνω, μαθαίνω, λαμβάνω, παίρνω, υποδέχομαι, αναλαμβάνω, παθαίνω, δέχομαι, επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, υποστηρίζομαι, καλωσορίζω, υποδέχομαι, παίρνω, αποκτώ, συνοδεύω, γίνομαι δεκτός, τρώω, παραλαμβάνω, διοργανώνω, φιλοξενώ, καλώ, προσκαλώ, επιτρέπω, παραλαμβάνω, ρευστοποίηση, παίρνω, υποδέχομαι, επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπ, αποκομίζω, πληρώνομαι, παίζω ως λήπτης, είμαι λήπτης, πληρώνομαι, κερδίζω, παίρνω, καλωσορίζω, κερδίζω, λαμβάνω την θεία Κοινωνία, παίρνω νομική βοήθεια, εισπρακτέος, εισπρακτέοι λογαριασμοί, εισπρακτέοι λογαριασμοί, τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ, λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες, λαμβάνω την θεία Κοινωνία, δέχομαι συμβουλές, παίρνω το μήνυμα, κπ με αγνοεί, φιλοξενώ, έχω καλεσμένους, περιμένω απάντηση, δέχομαι συμβουλές, παραλαμβάνω, έχω καλέσει, φιλική συγκέντρωση, απαιτήσεις, παίρνω αυτό που μου αξίζει, λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες, περιμένω απάντηση, παίρνω πίσω, αναστέλλω την ποινή κάποιου, κπ μου χρωστάει κτ, καίγομαι στην κόλαση, διπλοπληρώνομαι, έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω, παίρνω, συγκεντρώνω, δίνω σε κπ μπότες, παρέχω σε κπ μπότες, δίνω τιμητική προαγωγή, ξανακαλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης receber
λαμβάνω, παίρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sim, recebi o pacote ontem. Ναι, έλαβα (or: πήρα) το δέμα χτες. |
παίρνω ως δώρο(presente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A menina recebeu uma boneca de aniversário. Το κορίτσι έλαβε ως δώρο για τα γενέθλιά της μια κούκλα. |
παίρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele recebeu uma promoção no trabalho. Πήρε προαγωγή. |
έχω σήμαverbo transitivo (rádio, TV) (ραδιόφωνο, τηλεόραση) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Você recebe o sinal de TV de Nova Iorque em sua casa? Πιάνεις τα κανάλια της Νέας Υόρκης σπίτι σου; |
παίρνωverbo transitivo (salário) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele recebe um bom salário por seu trabalho árduo. |
καταδικάζομαι σε κτverbo transitivo (castigo, punição) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O criminoso recebeu prisão perpétua. Επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης στον εγκληματία. |
λαμβάνωverbo transitivo (título) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele ficou honrado em receber o título de "Cavaleiro" dado pela Rainha. |
μαθαίνω, λαμβάνω, παίρνωverbo transitivo (ser informado) (τα νέα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela recebeu a notícia da morte de seu filho na terça-feira. Πληροφορήθηκε το θάνατο του γιου της την Τρίτη. |
υποδέχομαιverbo transitivo (cumprimentar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você poderia ficar na porta para receber os convidados? |
αναλαμβάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os pilares aguentam todo o peso, não as paredes. Τα υποστυλώματα σηκώνουν όλο το φορτίο, όχι οι τοίχοι. |
παθαίνωverbo transitivo (experimentar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tive um choque quando eu o vi de novo! |
δέχομαιverbo transitivo (estar sujeito a alguma coisa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, υποστηρίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καλωσορίζω, υποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Enquanto Mary vai receber os convidados, Fred termina de arrumar a mesa para o jantar. Ενώ η Μαίρη υποδέχεται τους καλεσμένους, ο Φρεντ ολοκληρώνει το στρώσιμο του τραπεζιού για το δείπνο. |
παίρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você recebeu as mensagens que eu te mandei? Πήρες το μήνυμα που σου έστειλα; |
αποκτώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele recebeu uma enorme herança quando ele era bem jovem. Απέκτησε μια μεγάλη κληρονομιά όταν ήταν αρκετά νέος. |
συνοδεύω(προς τα μέσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γίνομαι δεκτός(figurado) (με κτ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) As perguntas da professora foram recebidas com um silêncio confuso de seus alunos. Οι μαθητές έκαναν δεκτές τις ερωτήσεις της καθηγήτριας με αμήχανη σιωπή. |
τρώωverbo transitivo (ανεπίσημο, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John recebeu uma advertência do juiz por perder a cabeça durante o jogo. Ο Τζιβ πήρε μια προειδοποίηση από τον διαιτητή επειδή έχασε την ψυχραιμία του κατά τη διάρκεια του αγώνα. |
παραλαμβάνω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela recebeu a encomenda do entregador. Παρέλαβε το φορτίο από τον διανομέα. |
διοργανώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Que país receberá os próximos Jogos Olímpicos? Ποια χώρα διοργανώνει τους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες; |
φιλοξενώverbo transitivo (como hóspede) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Meu tio recebeu o Primeiro Ministro em seu hotel. Ο θείος μου φιλοξένησε τον πρωθυπουργό στο ξενοδοχείο του. |
καλώ, προσκαλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos receber os pais dele nas férias. |
επιτρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você pode receber gastos de viagens. |
παραλαμβάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estou aqui para receber o prêmio em nome da minha mãe. |
ρευστοποίησηverbo transitivo (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παίρνωverbo transitivo (μισθό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele ganha um bom salário. |
υποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπ
|
αποκομίζω(lucros) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πληρώνομαι(pagamento) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O entregador de jornal geralmente coleta o pagamento às quintas-feiras. Ο νεαρός που διανέμει τις εφημερίδες πληρώνεται τις Πέμπτες συνήθως. |
παίζω ως λήπτης, είμαι λήπτης(esporte) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jennifer está pegando todas no softbol hoje. |
πληρώνομαι(receber pagamento) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você recebe pagamento semanal ou mensalmente? Eu recebo pagamento em dinheiro todos os meses. Πληρώνεσαι κάθε εβδομάδα ή κάθε μήνα; Πληρώνομαι κάθε μήνα σε μετρητά. |
κερδίζωverbo transitivo (dinheiro) (εισόδημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quanto você vai ganhar (or: receber) por semana no novo emprego? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα χρήματα που βγάζει δεν τον φτάνουν ούτε για το ενοίκιο. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu me recuso a aceitar seu dinheiro. Αρνούμαι να πάρω τα χρήματά σου. |
καλωσορίζω(saudação amável) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Demos-lhe as boas-vindas à festa. Την καλοδεχτήκαμε στο πάρτι. |
κερδίζωverbo transitivo (merecer) (σεβασμό, αγάπη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela recebeu elogios da comunidade por seu trabalho voluntário. Κέρδισε τον έπαινο της κοινότητας για την εθελοντική της εργασία. |
λαμβάνω την θεία Κοινωνία(Cristianismo: tomar a Eucaristia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω νομική βοήθεια(receber aviso legal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εισπρακτέοςlocução adjetiva (aguardando pagamento) (που πρέπει να εισπραχθεί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο αριθμός των εισπρακτέων λογαριασμών έχει διπλασιαστεί αυτό το μήνα. |
εισπρακτέοι λογαριασμοί
|
εισπρακτέοι λογαριασμοί
|
τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπexpressão verbal (repreender, censurar) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες(ser dito o que fazer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λαμβάνω την θεία Κοινωνία(Cristianismo: receber a comunhão) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δέχομαι συμβουλές
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω το μήνυμα(ser notificado ou ter permissão) (μτφ, καθομ: γνωστοποίηση ή έγκριση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κπ με αγνοείexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φιλοξενώ, έχω καλεσμένουςlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιμένω απάντηση
|
δέχομαι συμβουλές(receber instruções) |
παραλαμβάνωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μόλις παρέλαβα ένα μεγάλο μυστηριώδης πακέτο. |
έχω καλέσει(receber como hóspede) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
φιλική συγκέντρωση(στο σπίτι) Eles não receberam muitos convidados desde que seu bebê nasceu. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η φιλοξενία είναι τέχνη που απαιτεί κόπο, αλλά προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση. |
απαιτήσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
παίρνω αυτό που μου αξίζει(por más ações) (με αρνητική έννοια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες(ser ensinado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιμένω απάντησηlocução verbal (receber resposta de) |
παίρνω πίσω
Levei meu relógio para arrumar e o recebo de volta na terça-feira. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πήγα το ρολόι μου για επισκευή και θα το πάρω πίσω την Τρίτη. |
αναστέλλω την ποινή κάποιουexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κπ μου χρωστάει κτexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jack tem £300 a receber do inquilino. Ο νοικάρης χρωστάει 300 δολάρια στον Τζακ. |
καίγομαι στην κόλασηexpressão verbal (μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quero ver aquele criminoso receber o castigo! |
διπλοπληρώνομαιexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O candidato respondeu a uma série de perguntas dos repórteres. |
παίρνωexpressão verbal (bola) (για μπάλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele recebeu e controlou a bola, virou-se e chutou-a no fundo da rede. |
συγκεντρώνωexpressão verbal (ψήφους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A candidata do partido trabalhista recebeu mais votos que o candidato conservador, portanto ela venceu a eleição. |
δίνω σε κπ μπότες, παρέχω σε κπ μπότες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As tropas receberam botas e estavam prontas para marchar. |
δίνω τιμητική προαγωγήexpressão verbal (στρατός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξανακαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Όταν έφυγαν, αποφασίσαμε να τους ξανακαλέσουμε. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του receber στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του receber
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.