Τι σημαίνει το convencer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης convencer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του convencer στο πορτογαλικά.

Η λέξη convencer στο πορτογαλικά σημαίνει πείθω, πείθω, πείθω, δελεάζω, πείθω κπ για κτ, καλοπιάνω, καλοπιάνω, πείθω, πείθω κπ να κάνει κτ, πείθω, αποτρέπω, μεταπείθω, πείθω κπ να κάνει κτ, επηρεάζω, πείθω, πείθω, πείθω κπ/κτ να μπει σε κτ, πείθω κπ να κάνει κτ, κάνω, πείθω κπ για κτ, πιέζω, πείθω, πείθω, πείθω κπ για κτ, πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματα, πείθω, πείθω, καταφέρνω, πείθω, κερδίζω, πείθω κπ για κτ, λογικεύω, μεταπείθομαι, αποτρέπω κπ από κτ, αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ, πείθω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης convencer

πείθω

verbo transitivo (persuadir) (κάποιον (για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele finalmente convencera seus clientes das vantagens do seu produto.
Επιτέλους είχε πείσει τους πελάτες του για τα πλεονεκτήματα του προϊόντος του.

πείθω

verbo transitivo (κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι ένορκοι είχαν αμφιβολίες, αλλά οι αποδείξεις τους έπεισαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος. Η ανάγνωση της διακήρυξης με έπεισε ότι αυτό είναι το κόμμα που θέλω να ψηφίσω.

πείθω

verbo transitivo (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ένα γράμμα από τη μητέρα του τον έπεισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ύστερα από χρόνια στο εξωτερικό.

δελεάζω

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ann tentou convencer seu chefe a fechar o escritório mais cedo às sextas-feiras.
Η Ανν προσπάθησε να πείσει το αφεντικό της να κλείνει το γραφείο νωρίς τις Παρασκευές.

πείθω κπ για κτ

καλοπιάνω

(com lisonja ou bajulação)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλοπιάνω

(com lisonja, sedução etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele é teimoso, mas por favor tente convencê-lo.
Είναι πεισματάρης, αλλά σε παρακαλώ προσπάθησε να τον καλοπιάσεις.

πείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πείθω κπ να κάνει κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela o convenceu a ir ao cinema naquela noite.
Τον έπεισε να πάνε κινηματογράφο εκείνο το βράδυ.

πείθω, αποτρέπω, μεταπείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πείθω κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επηρεάζω, πείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jessica tinha certeza, mas no fim, os argumentos de Dawn a convenceram e ela mudou de ideia.
Η Τζέσικα ήταν σίγουρη ότι έχει δίκιο, αλλά τελικά τα επιχειρήματα του Ντον την μετέπεισαν και άλλαξε γνώμη.

πείθω

verbo transitivo (κπ, κπ ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alice convenceu Emily de que estava dizendo a verdade.
Η Άλις έπεισε την Έμιλυ πως έλεγε την αλήθεια.

πείθω κπ/κτ να μπει σε κτ

(com lisonja, sedução etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não importa o quanto eu me esforçasse, era impossível convencer o meu gato a entrar na caixa de transporte.
Όσο και να προσπαθούσα, ήταν αδύνατον να πείσω τη γάτα μου να μπει στο κλουβάκι.

πείθω κπ να κάνει κτ

(com lisonja, sedução etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jessica tentou convencer sua filha a comer a aveia.
Η Τζέσικα προσπάθησε να πείσει την κόρη της να φάει τη βρώμη.

κάνω

verbo transitivo (μεταφορικά: πείθω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O discurso dela nos convenceu a aceitar o seu ponto de vista.

πείθω κπ για κτ

verbo transitivo

Mark convenceu Olivia quanto à verdade de seu argumento.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Κώστας έπεισε τον διευθυντή του για την αναγκαιότητα αυτού του πρότζεκτ.

πιέζω

verbo transitivo (κπ για κτ, κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele a forçou a ir a loja com ele.

πείθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert não queria ir à festa, mas Alex conseguiu persuadi-lo.
Ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να πάει στο πάρτι, αλλά η Άλεξ κατάφερε να τον πείσει.

πείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πείθω κπ για κτ

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pouco a pouco, vamos conquistar você para a nossa causa política.
Σιγά σιγά θα σε πείσουμε για τον πολιτικό αγώνα μας.

πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πείθω

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy persuadiu Paula a pedir um aumento salarial ao chefe.
Η Γουέντυ έπεισε την Πώλα να ζητήσει αύξηση από το αφεντικό.

πείθω

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Max persuadiu seu amigo a levá-lo ao aeroporto.

καταφέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πείθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω

(gíria) (με πειθώ ή απάτη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πείθω κπ για κτ

verbo transitivo (vender uma ideia)

Por mais que tentasse, ele não conseguia vender a ideia para ela.
Όσο σκληρά και αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να την πείσει για την ιδέα του.

λογικεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele quer se demitir, mas ela vai tentar persuadi-lo.
Αυτός θέλει να παραιτηθεί, αλλά εκείνη θα προσπαθήσει να τον λογικεύσει.

μεταπείθομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve acabou se convencendo da minha opinião.
Τελικά, ο Στιβ μεταπείστηκε και συμφώνησε μαζί μου.

αποτρέπω κπ από κτ

αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu estou tentando dissuadi-la de largar a escola aos 16 anos.

πείθω

expressão verbal (κάποιον για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O réu convenceu o júri de sua inocência.
Ο κατηγορούμενος έπεισε τους ενόρκους για την αθωότητά του.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του convencer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.