Τι σημαίνει το coupant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης coupant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coupant στο Γαλλικά.

Η λέξη coupant στο Γαλλικά σημαίνει κοφτερός, κοφτερός, αιχμηρός, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κουρεύω, κόβω μια φέτα από κτ, κόβω, αποσυνδέω, διακόπτω παροχή, κόβω, πετσοκόβω, σβήνω, κλείνω, κόβομαι, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ, κόβω, κόβω, καταπνίγω, κόβω, κόβω, σβήνω, κόβω, κόβω, -, κόβω, κόβω, κόβω, πέφτω, ανοίγω δρόμο μέσα από κτ, κόβω, κόβω, διασταυρώνομαι, κόβω, αραιώνω, παύω να λειτουργώ, κόβω, χαράσσω, κόβω, συντομεύω, κουρεύω, κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγου, χάνω τη σύνδεση με κπ, εκτέμνω, αποκόπτω, περικόπτω, αφαιρώ, κόβω, νοθεύω, κλείνω, σβήνω, κόβω δέντρο, σκίζω, σχίζω, κλαδεύω, δίνω σχήμα, δίνω μορφή, κάνω slice, μειώνω, περικόπτω, χτυπάω με ανάποδο φάλτσο, διακόπτω, κόβω στη μέση, κόβω, κόβω κομματάκια, κόβω, διασχίζω, διακόπτω, κόβω, κόβω, πελεκώ, λαξεύω, υλοτομώ, αιχμηρό αντικείμενο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης coupant

κοφτερός

(couteau, lame) (κόβει καλά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le nouveau couteau était tranchant.
Το καινούριο μαχαίρι ήταν κοφτερό.

κοφτερός, αιχμηρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tiens toujours tes doigts à distance du côté tranchant d'un couteau.

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a coupé la ficelle et a ouvert le paquet.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μητέρα τεμάχισε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια.

κόβω

verbe transitif (du bois)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charles coupait du bois en préparation de l'hiver.
Ο Τσαρλς έκοψε καυσόξυλα για να προετοιμαστεί για τον χειμώνα.

κόβω

(με μπαλτά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le boucher coupait la viande à l'arrière tandis que sa femme était au comptoir.
Ο χασάπης έκοβε το κρέας στο πίσω μέρος ενώ η σύζυγός του κρατούσε το μαγαζί μπροστά.

κόβω, κουρεύω

(les cheveux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le coiffeur a coupé les cheveux de John.
Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον.

κόβω μια φέτα από κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai coupé des tranches de saucisson.

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'électricien a coupé le bout du fil.

αποσυνδέω, διακόπτω παροχή

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Coupez l'électricité à la source avant de partir en vacances.

κόβω, πετσοκόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant de cuire les brocolis, je coupe les tiges.
Πριν να μαγειρέψω μπρόκολο, κόβω τα κοτσάνια.

σβήνω, κλείνω

verbe transitif (συσκευές, Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβομαι

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate s'est coupée en se rasant les jambes.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le logiciel audio a coupé le début de l'enregistrement.

κόβω

verbe transitif (Cinéma, TV : une scène) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le réalisateur a coupé la scène de la version finale du film.
Ο σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή από την τελική έκδοση της ταινίας.

κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ

verbe transitif

Elle a coupé la viande de sa fille en petits morceaux.
Η μητέρα έκοψε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια.

κόβω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alors qu'on était sur internet, on a été coupés.
Ενώ ήμαστε στο ίντερνετ κόπηκε η σύνδεση.

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maggie a coupé le gâteau.
Η Μάγκι έκοψε την τούρτα.

καταπνίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbe transitif (les cheveux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mes cheveux sont trop longs, je vais les faire couper bientôt.
Τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει πολύ και σύντομα θα χρειαστεί να τα κόψω (or: κουρέψω).

κόβω

(avec des ciseaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω

verbe transitif (éteindre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
xx

κόβω

verbe transitif (temps, texte : réduire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On va couper quelques longueurs de ce discours.
Πρέπει να περικόψουμε την ομιλία γιατί δεν μας φτάνει ο χρόνος.

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beaucoup de gens estiment que couper les oreilles de leur chien n'est pas nécessaire.
Πολλοί δεν θέλουν να κόβουν τα αυτιά των σκύλων τους.

-

verbe transitif (boisson) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La bière semble avoir été coupée à l'eau.
Η μπύρα έχει χάσει τη γεύση της.

κόβω

(couteau,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que ce couteau coupe bien ?

κόβω

verbe intransitif (couteau,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce couteau coupe bien.

κόβω

verbe intransitif (Cartes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je vais mélanger les cartes et Henri coupera.

πέφτω

verbe intransitif (électricité)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανοίγω δρόμο μέσα από κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura a coupé les broussailles pour créer un sentier.

κόβω

verbe transitif (des fleurs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a coupé quelques fleurs pour son amie.

κόβω

verbe transitif (arrêter) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Coupe la musique, on a besoin de discuter un peu.
Κλείσε τη μουσική. Πρέπει να κουβεντιάσουμε λιγάκι.

διασταυρώνομαι

verbe transitif (Géométrie)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La ligne de chemin de fer coupe l'autoroute à la sortie de la ville.

κόβω

verbe transitif (Cartes : le paquet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu veux couper le paquet ou est-ce que je distribue maintenant ?

αραιώνω

verbe transitif (diluer : un liquide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Certains barmen coupent la vodka avec de l'eau.

παύω να λειτουργώ

verbe transitif (communications)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La communication a été coupée, il a dû rappeler.

κόβω, χαράσσω

verbe transitif (κόψιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dit que tu devrais couper l'écorce de la plante pour qu'elle fleurisse plus vite.
Είπε ότι πρέπει να κόψεις (or: χαράξεις) τον κορμό του φυτού για να το βοηθήσεις να ανθίσει γρηγορότερα.

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ouvrier coupait la barre de fer.

συντομεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est une bonne dissertation, mais elle est trop longue ; pourrais-tu la couper un peu ?

κουρεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On a coupé la queue du chien.

κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγου

verbe transitif (la queue d'un cheval) (για να στέκεται πιο ψηλά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dan a coupé la queue du cheval.

χάνω τη σύνδεση με κπ

verbe transitif (communication, service)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John a continué de parler à Paul plusieurs minutes avant de réaliser qu'ils avaient été coupés.

εκτέμνω, αποκόπτω, περικόπτω, αφαιρώ

(Chirurgie) (κόβω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chirurgien excisa la tumeur sous anesthésie locale.

κόβω

(από κτ ή με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κόψε εκείνο το κλαδί από το δέντρο. Κόψε εκείνον το κλαδί του δέντρου.

νοθεύω

(un liquide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On a appris que le marchand frelatait son vin.

κλείνω, σβήνω

(la lumière, la télévision,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant d'aller me coucher, j'éteins la télé.
Πριν πάω για ύπνο κλείνω την τηλεόραση.

κόβω δέντρο

(un arbre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les pionniers abattaient des arbres pour construire leurs maisons.
Οι πιονέροι έκοβαν δέντρα για να χτίσουν τα σπίτια τους.

σκίζω, σχίζω

(un vêtement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Πώλα έσχισε το μαξιλάρι και τράβηξε έξω το γέμισμα.

κλαδεύω

(courant : un arbre, une haie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie a taillé la haie pour qu'elle soit plus nette.
Η Μέλανι κλάδεψε τον φράκτη με τους θάμνους για να τον κάνει να φαίνεται περιποιημένος.

δίνω σχήμα, δίνω μορφή

(terre, argile, pâte,...)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a modelé l'argile pour créer un pot.
Έπλασε τον πηλό ώστε να σχηματίσει ένα ανθοδοχείο.

κάνω slice

(Tennis, Golf, anglicisme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειώνω, περικόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce service devra réduire son budget l'année prochaine.

χτυπάω με ανάποδο φάλτσο

(Golf, anglicisme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le golfeur a slicé la balle.

διακόπτω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter a coupé tous les liens avec sa famille.

κόβω στη μέση

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sa jambe était tellement infectée que les médecins ont été obligés de la lui couper.
Το πόδι του είχε υποστεί τόσο μεγάλη βλάβη που οι γιατροί έπρεπε να το κόψουν.

κόβω κομματάκια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut que tu découpes le poulet en plus petits morceaux si tu veux que tout le monde en ait.
Εάν θέλεις να τους ταΐσεις όλους, πρέπει να κόψεις το κοτόπουλο σε πιο μικρά κομματάκια.

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'autoroute coupe le village.

διακόπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Francesca m'a coupé (or: interrompu) alors que j'étais en train de parler.
Η Φραντσέσκα με διέκοψε, ενώ μιλούσα.

κόβω

verbe transitif (la queue d'un cheval, chien)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aujourd'hui, il n'est plus conseillé de couper (or: d'écourter) la queue des chiens.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πελεκώ, λαξεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le charpentier coupa (or: tailla) le morceau de bois avec grande industrie.

υλοτομώ

verbe transitif (un arbre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο ξυλοκόπος έκοψε αρκετά μεγάλα πεύκα.

αιχμηρό αντικείμενο

Veuillez déposer toutes les aiguilles dans le container prévu à cet effet.
Παρακαλώ, τοποθετήστε όλα τα αιχμηρά αντικείμενα στο ειδικό δοχείο.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coupant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.