Τι σημαίνει το coupé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης coupé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coupé στο Γαλλικά.

Η λέξη coupé στο Γαλλικά σημαίνει δίπορτο αυτοκίνητο, δίθυρο αυτοκίνητο, δισκοπότηρο, κύπελλο, δεν έχω, κόψιμο, μπολ, με ανάποδο φάλτσο, κύπελλο, που είναι στο αθόρυβο, που είναι στο mute, συντομευμένος, συντετμημένος, σχέδιο στο οποίο έχει αφαιρεθεί τμήμα του εξωτερικού τμήματος για να αποκαλυφθεί το εσωτερικό, κούπα, στάιλινγκ, styling, κομμένος, πέφτω, εφαρμογή, προφίλ, κόψιμο, χτένισμα, κλαδεμένος, δισκοπότηρο, δουλεία, κόβω, κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ, κόβω, κόβω, -, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, διασταυρώνομαι, κόβω, αραιώνω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κουρεύω, κόβω μια φέτα από κτ, κόβω, αποσυνδέω, διακόπτω παροχή, κόβω, πετσοκόβω, σβήνω, κλείνω, κόβομαι, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, καταπνίγω, κόβω, σβήνω, κόβω, πέφτω, ανοίγω δρόμο μέσα από κτ, παύω να λειτουργώ, κόβω, χαράσσω, κόβω, συντομεύω, κουρεύω, κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγου, χάνω τη σύνδεση με κπ, εκτέμνω, αποκόπτω, περικόπτω, αφαιρώ, κόβω, νοθεύω, κλείνω, σβήνω, κόβω δέντρο, σκίζω, σχίζω, περικοπή, κούρεμα, κούρεμα, έλλειψη, κούρεμα, κομμένος, λαχανιασμένος, λαχανιασμένος, σε απομόνωση, υπηρεσία, κούρεμα, αντιανεμικό, κούρεμα, ακροκόφτης, κατασταλτικός, μπουφάν, κόφτης πούρων, παγωτό με γαρνιτούρα, χορτοκοπτικό, χλοοκοπτικό, κόφτης, χαρτοκόπτης, χαρτοκόπτης, νυχοκόπτης, χορτοκοπτικό, αντιανεμικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης coupé

δίπορτο αυτοκίνητο, δίθυρο αυτοκίνητο

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δισκοπότηρο

(εκκλησία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Verse ce mélange dans la coupe.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. O ιερέας σήκωσε το δισκοπότηρο που περιείχε το αίμα του Χριστού.

κύπελλο

nom féminin (trophée)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les membres de l'équipe victorieuse de hockey levèrent la coupe.
Η νικήτρια ομάδα χόκεϊ σήκωσε το κύπελλο ψηλά.

δεν έχω

(Cartes) (χαρτοπαίγνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle avait une coupe à carreau.
Δεν είχε καρό.

κόψιμο

nom féminin (vêtement) (στιλ, σχήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'aime la coupe de cette robe.
Μου αρέσει η κοψιά αυτού του φορέματος.

μπολ

(profond, pour céréales,...)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Nous avons rempli un bol de pop-corn avant le film.
Γεμίσαμε ένα μπολ με ποπ-κορν, πριν από την ταινία.

με ανάποδο φάλτσο

adjectif (Golf, anglicisme) (βολή, αθλήματα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le coup slicé a fait que la balle de golf a manqué le trou.

κύπελλο

nom féminin (pour boire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Au Moyen Âge, on buvait dans des coupes.

που είναι στο αθόρυβο, που είναι στο mute

adjectif (son)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'entends pas la télé parce que le son est coupé.

συντομευμένος, συντετμημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σχέδιο στο οποίο έχει αφαιρεθεί τμήμα του εξωτερικού τμήματος για να αποκαλυφθεί το εσωτερικό

nom féminin (vue)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κούπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στάιλινγκ, styling

nom féminin (de cheveux)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κομμένος

(ligne téléphonique) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πέφτω

adjectif (μεταφορικά: δίκτυο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand il y a une tempête, le courant est coupé.

εφαρμογή

nom féminin (vêtements)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je n'aime pas la coupe de cette robe.
Δεν μου αρέσει η εφαρμογή αυτού του φορέματος.

προφίλ

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ce diagramme montre une vue en coupe de la machine.

κόψιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En classe de maternelle, la découpe et le collage sont monnaie courante.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κόψιμο με μυτερό ψαλίδι είναι επικίνδυνο για τα μικρά παιδιά.

χτένισμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tous les collègues de travail de Sarah ont admiré sa nouvelle coupe.

κλαδεμένος

(plante) (φυτά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δισκοπότηρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On utilisait souvent un calice incrusté de joyaux dans les cérémonies d'autrefois.

δουλεία

(μτφ: εξάρτηση, έλεγχος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a coupé la ficelle et a ouvert le paquet.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μητέρα τεμάχισε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια.

κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ

verbe transitif

Elle a coupé la viande de sa fille en petits morceaux.
Η μητέρα έκοψε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια.

κόβω

verbe transitif (les cheveux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mes cheveux sont trop longs, je vais les faire couper bientôt.
Τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει πολύ και σύντομα θα χρειαστεί να τα κόψω (or: κουρέψω).

κόβω

verbe transitif (temps, texte : réduire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On va couper quelques longueurs de ce discours.
Πρέπει να περικόψουμε την ομιλία γιατί δεν μας φτάνει ο χρόνος.

-

verbe transitif (boisson) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La bière semble avoir été coupée à l'eau.
Η μπύρα έχει χάσει τη γεύση της.

κόβω

(couteau,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que ce couteau coupe bien ?

κόβω

verbe intransitif (couteau,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce couteau coupe bien.

κόβω

verbe intransitif (Cartes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je vais mélanger les cartes et Henri coupera.

κόβω

verbe transitif (des fleurs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a coupé quelques fleurs pour son amie.

κόβω

verbe transitif (arrêter) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Coupe la musique, on a besoin de discuter un peu.
Κλείσε τη μουσική. Πρέπει να κουβεντιάσουμε λιγάκι.

διασταυρώνομαι

verbe transitif (Géométrie)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La ligne de chemin de fer coupe l'autoroute à la sortie de la ville.

κόβω

verbe transitif (Cartes : le paquet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu veux couper le paquet ou est-ce que je distribue maintenant ?

αραιώνω

verbe transitif (diluer : un liquide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Certains barmen coupent la vodka avec de l'eau.

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbe transitif (du bois)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charles coupait du bois en préparation de l'hiver.
Ο Τσαρλς έκοψε καυσόξυλα για να προετοιμαστεί για τον χειμώνα.

κόβω

(με μπαλτά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le boucher coupait la viande à l'arrière tandis que sa femme était au comptoir.
Ο χασάπης έκοβε το κρέας στο πίσω μέρος ενώ η σύζυγός του κρατούσε το μαγαζί μπροστά.

κόβω, κουρεύω

(les cheveux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le coiffeur a coupé les cheveux de John.
Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον.

κόβω μια φέτα από κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai coupé des tranches de saucisson.

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'électricien a coupé le bout du fil.

αποσυνδέω, διακόπτω παροχή

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Coupez l'électricité à la source avant de partir en vacances.

κόβω, πετσοκόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant de cuire les brocolis, je coupe les tiges.
Πριν να μαγειρέψω μπρόκολο, κόβω τα κοτσάνια.

σβήνω, κλείνω

verbe transitif (συσκευές, Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβομαι

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate s'est coupée en se rasant les jambes.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le logiciel audio a coupé le début de l'enregistrement.

κόβω

verbe transitif (Cinéma, TV : une scène) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le réalisateur a coupé la scène de la version finale du film.
Ο σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή από την τελική έκδοση της ταινίας.

κόβω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alors qu'on était sur internet, on a été coupés.
Ενώ ήμαστε στο ίντερνετ κόπηκε η σύνδεση.

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maggie a coupé le gâteau.
Η Μάγκι έκοψε την τούρτα.

καταπνίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

(avec des ciseaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω

verbe transitif (éteindre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
xx

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beaucoup de gens estiment que couper les oreilles de leur chien n'est pas nécessaire.
Πολλοί δεν θέλουν να κόβουν τα αυτιά των σκύλων τους.

πέφτω

verbe intransitif (électricité)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανοίγω δρόμο μέσα από κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura a coupé les broussailles pour créer un sentier.

παύω να λειτουργώ

verbe transitif (communications)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La communication a été coupée, il a dû rappeler.

κόβω, χαράσσω

verbe transitif (κόψιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dit que tu devrais couper l'écorce de la plante pour qu'elle fleurisse plus vite.
Είπε ότι πρέπει να κόψεις (or: χαράξεις) τον κορμό του φυτού για να το βοηθήσεις να ανθίσει γρηγορότερα.

κόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ouvrier coupait la barre de fer.

συντομεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est une bonne dissertation, mais elle est trop longue ; pourrais-tu la couper un peu ?

κουρεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On a coupé la queue du chien.

κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγου

verbe transitif (la queue d'un cheval) (για να στέκεται πιο ψηλά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dan a coupé la queue du cheval.

χάνω τη σύνδεση με κπ

verbe transitif (communication, service)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John a continué de parler à Paul plusieurs minutes avant de réaliser qu'ils avaient été coupés.

εκτέμνω, αποκόπτω, περικόπτω, αφαιρώ

(Chirurgie) (κόβω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chirurgien excisa la tumeur sous anesthésie locale.

κόβω

(από κτ ή με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κόψε εκείνο το κλαδί από το δέντρο. Κόψε εκείνον το κλαδί του δέντρου.

νοθεύω

(un liquide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On a appris que le marchand frelatait son vin.

κλείνω, σβήνω

(la lumière, la télévision,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant d'aller me coucher, j'éteins la télé.
Πριν πάω για ύπνο κλείνω την τηλεόραση.

κόβω δέντρο

(un arbre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les pionniers abattaient des arbres pour construire leurs maisons.
Οι πιονέροι έκοβαν δέντρα για να χτίσουν τα σπίτια τους.

σκίζω, σχίζω

(un vêtement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Πώλα έσχισε το μαξιλάρι και τράβηξε έξω το γέμισμα.

περικοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les réductions budgétaires ont signifié la fin de certains projets importants.
Οι περικοπές στον προϋπολογισμό είχαν ως αποτέλεσμα τον τερματισμό μερικών σημαντικών προγραμμάτων.

κούρεμα

nom féminin (action)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Garrett est allé se faire faire une nouvelle coupe de cheveux sur sa pause déjeuner.
Ο Γκάρετ πήγε να κουρευτεί στο διάλειμμά του.

κούρεμα

nom féminin (résultat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'aime ta nouvelle coupe !

έλλειψη

locution verbale (Cartes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai une coupe à pique.

κούρεμα

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le réapprovisionnement en fournitures de bureau a subi une coupe budgétaire cette année.

κομμένος

(nourriture)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Faites roussir plusieurs oignons émincés dans un poêlon.
Σοτάρετε λίγα ψιλοκομμένα κρεμμύδια σε ένα τηγάνι.

λαχανιασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λαχανιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σε απομόνωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il préfère vivre isolé, loin de l'agitation du monde.

υπηρεσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κούρεμα

(μόνιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle s'est fait faire une nouvelle coiffure, beaucoup plus courte.

αντιανεμικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κούρεμα

(με κόψιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nouvelle coiffure de Linda est très moderne et chic.

ακροκόφτης

nom masculin (κηπουρική: εργαλείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατασταλτικός

(φάρμακο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπουφάν

nom masculin

κόφτης πούρων

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παγωτό με γαρνιτούρα

(anglicisme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χορτοκοπτικό, χλοοκοπτικό

nom masculin invariable

Les coupe-bordures sont parfaits pour les zones trop petites pour une tondeuse.

κόφτης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χαρτοκόπτης

nom masculin invariable

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χαρτοκόπτης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νυχοκόπτης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'ai laissé par inadvertance mon coupe-ongles dans mon sac à main, il m'a été confisqué au contrôle de sécurité avant l'embarquement.

χορτοκοπτικό

nom masculin invariable

Le jardinier a utilisé un coupe-bordures pour tailler l'herbe en bordure du jardin.

αντιανεμικός

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coupé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του coupé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.