Τι σημαίνει το credited στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης credited στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του credited στο Αγγλικά.

Η λέξη credited στο Αγγλικά σημαίνει πιστωμένος, στον οποίο αποδίδεται κτ, πιστώνω, χρωστάω, εύσημα, πλεονέκτημα, τιμή, εκτίμηση, πόντος, διδακτική μονάδα, πιστοληπτική ικανότητα, πίστωση, πίστωση, υπόλοιπο, ευχαριστίες, λίστα συντελεστών, πιστεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης credited

πιστωμένος

adjective (finance: paid in)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The credited amount will be shown on your bank statement.

στον οποίο αποδίδεται κτ

adjective (attributed to [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Smith is the credited author of the poem.

πιστώνω

transitive verb (finance: pay in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bank credited fifty dollars to my account.
Η τράπεζα πίστωσε πενήντα δολάρια στον λογαριασμό μου.

χρωστάω

transitive verb (attribute: [sth] to [sb]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She credits her creativity to her mother, a renowned painter.
Οφείλει τη δημιουργικότητά της στη μητέρα της, μια διάσημη ζωγράφο.

εύσημα

noun (uncountable (commendation)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The project manager gave his assistants credit for the work.
Ο πρότζεκτ μάνατζερ απέδωσε στους βοηθούς του τα εύσημα για την εργασία.

πλεονέκτημα

noun (great benefit, good thing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The manager's fine work has been a credit to our team.
Η εξαιρετική δουλειά του μάναντζερ είναι πλεονέκτημα για την ομάδα μας.

τιμή

noun (person bringing honor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is a credit to the company.
Είναι το καμάρι της εταιρείας.

εκτίμηση

noun (uncountable (repute, standing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her honesty has earned her good credit with me.
Την εκτιμώ για την ειλικρίνειά της.

πόντος

noun (token money)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He has three credits to use to get a gift.

διδακτική μονάδα

noun (often plural (academic point)

Each hour spent in the classroom equals one credit.
Η κάθε ώρα παράδοσης του μαθήματος ισοδυναμεί με μία ΔΜ.

πιστοληπτική ικανότητα

noun (uncountable (finance: borrowing)

His good credit helped him to obtain the loan with ease.

πίστωση

noun (accounting: entry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bookkeeper entered the credits and debits for the day's business.

πίστωση

noun (accounting: ledger column)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The positive entries were made in the credit column of the ledger.

υπόλοιπο

noun (accounting: account balance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My account has a credit of only five euros.
Το υπόλοιπο του λογαριασμού μου είναι μόλις πέντε ευρώ.

ευχαριστίες

plural noun (book, etc.: acknowledgments)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The author of the article acknowledged her colleagues in the credits.

λίστα συντελεστών

plural noun (TV, movie: list of cast and crew)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The actor was listed in the movie's credits for his small part.
Ο ηθοποιός αναφέρθηκε στο ζενερίκ για τον μικρό ρόλο του.

πιστεύω

transitive verb (believe in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't credit anything that politician says.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του credited στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.