Τι σημαίνει το crippled στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crippled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crippled στο Αγγλικά.

Η λέξη crippled στο Αγγλικά σημαίνει σακάτης, σακάτισσα, που έχει σταματήσει, κατεστραμμένος, χαλασμένος, κουτσός, αφήνω ανάπηρο, παραλύω, παραλύω, σακάτης, σακάτισσα, βουλιαγμένος στα χρέη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crippled

σακάτης, σακάτισσα

adjective (dated, offensive (person: disabled) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
A crippled woman sat alone by the door.

που έχει σταματήσει

adjective (figurative (progress, production: halted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The studio is negotiating with unions in an effort to get the crippled filming started again.
Το στούντιο βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την επανεκκίνηση των γυρισμάτων που είχαν διακοπεί.

κατεστραμμένος

adjective (figurative (country, economy: damaged)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The country is struggling to repair its crippled economy following the financial crisis.

χαλασμένος

adjective (figurative (machine: damaged) (μηχανή)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
We're going to have to walk because the engine is crippled.

κουτσός

adjective (animal: lame) (για ζώο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The crippled donkey could no longer pull a cart.

αφήνω ανάπηρο

transitive verb (person: physically)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The gunshot crippled Ben, who never walked again.
Ο πυροβολισμός άφησε ανάπηρο τον Μπεν, ο οποίος δεν ξαναπερπάτησε ποτέ.

παραλύω

transitive verb (figurative (machine, process) (μεταφορικά: πχ τις συγκοινωνίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
High water crippled the trucks trying to bring supplies.
Η υψηλή στάθμη του νερού ακινητοποίησε τα φορτηγά που προσπαθούσαν να φέρουν εφόδια.

παραλύω

transitive verb (figurative (plan, efforts) (μτφ: συνήθως παθητική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The town was badly crippled when the factory closed down.
Η πόλη επλήγη άσχημα όταν έκλεισε το εργοστάσιο.

σακάτης, σακάτισσα

noun (dated, pejorative (lame or handicapped person) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Zack's twisted legs made it hard to walk, and the children called him 'cripple.'
Με τα στραβά πόδια του ο Ζακ δυσκολευόταν να περπατήσει και τα παιδιά τον φώναζαν «σακάτη».

βουλιαγμένος στα χρέη

adjective (figurative (in extreme financial debt) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Crippled with debts, he was forced to take the first job he could find.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crippled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.