Τι σημαίνει το criticar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης criticar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του criticar στο ισπανικά.

Η λέξη criticar στο ισπανικά σημαίνει επικρίνω, κατακρίνω, κρίνω, αποδοκιμάζω, επικρίνω, τη λέω σε κπ, κάνω καυστικά σχόλια, κατακρίνω, κακολογώ, επιτίθεμαι, κατακρίνω, επικρίνω, ψέγω, αποδοκιμάζω, επιτιμώ, κατακρίνω, κάνω δεύτερες σκέψεις για κπ/κτ, αξιολογώ, κρίνω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, θάβω, θεωρώ κπ/κτ ως κτ, θάβω, θάβω, κατακρίνω, επικρίνω, τα χώνω σε κπ για κτ, τη λέω σε κπ για κτ, κατακρίνω, συκοφαντώ, δυσφημώ, χαντακώνω, θάβω, τα χώνω, περιλούζω, κριτικάρω, αναλύω, βρίσκω τις ατέλειες, κατηγορώ, καταγγέλλω κπ για κτ, κατακρίνω κπ για κτ, θάβω, καίω, κατασπαράζω, κατακεραυνώνω, τα χώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης criticar

επικρίνω, κατακρίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si criticas sus esfuerzos, trata al menos de encontrar también algo positivo.
Αν επικρίνεις τις προσπάθειές τους, βρες και κάτι θετικό επίσης να πεις.

κρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En un artículo académico, el profesor critica el nuevo libro sobre el imperio ruso.
Στο άρθρο του επιστημονικού περιοδικού, ο καθηγητής έγραψε κριτική για το νέο βιβλίο για την Ρωσική Αυτοκρατορία.

αποδοκιμάζω, επικρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τη λέω σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nancy estaba furiosa con Jane y la criticó.
Η Νάνσι εξοργίστηκε με την Τζέιν και της την είπε.

κάνω καυστικά σχόλια

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατακρίνω, κακολογώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth le dijo a Sean: "No critiques los programas de preguntas, puedes aprender mucho de ellos."
Ο Σεθ είπε στον Σον, «Μην κατακρίνεις τα τηλεπαιχνίδια. Μπορείς να μάθεις πολλά από αυτά».

επιτίθεμαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El candidato criticó despiadadamente a su adversario.
Η υποψήφια επιτέθηκε άγρια στον αντίπαλό της.

κατακρίνω, επικρίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψέγω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No pude criticar ningún aspecto de su desempeño.
Δεν μπορούσα με κανέναν τρόπο να βρω λάθος στην απόδοσή του.

αποδοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las medidas de seguridad aplicadas se denunciaron como insuficientes por los vecinos.

επιτιμώ, κατακρίνω

(ασκώ κριτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω δεύτερες σκέψεις για κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξιολογώ, κρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Buscamos a alguien para analizar la propuesta de edificación.

παραπονιέμαι, γκρινιάζω

(de algo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

θάβω

(figurado) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los críticos despedazaron la última película del director.

θεωρώ κπ/κτ ως κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θάβω

(criticar, coloquial) (μεταφορικά, καθομ: κριτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally ha estado poniendo a caldo a sus colegas, y estos no están muy contentos.

θάβω

(μτφ, καθομ: κατακρίνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hector despotricó contra la presentación durante casi una hora después.
Ο Έκτορ έθαβε την παρουσίαση για σχεδόν μια ώρα μετά.

κατακρίνω, επικρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα χώνω σε κπ για κτ, τη λέω σε κπ για κτ

(αργκό, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Henry criticó a Daniel por equivocarse.

κατακρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su madre siempre criticaba a Andy por sus malas notas.
Η μητέρα του Άντριου πάντα τον κατέκρινε για τους κακούς βαθμούς του.

συκοφαντώ, δυσφημώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαντακώνω, θάβω

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La crítica vapuleó la última novela del escritor.
Οι κριτικοί έθαψαν το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα.

τα χώνω

locución verbal (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los trabajadores despedidos criticaron a su ex jefe ante la prensa.

περιλούζω

(vulgar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κριτικάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλύω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John tenía ganas de gritar cuando todo el mundo criticó sin piedad su redacción en la clase de escritura.

βρίσκω τις ατέλειες

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su madre siempre la criticaba por su apariencia.

κατηγορώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταγγέλλω κπ για κτ, κατακρίνω κπ για κτ

(κάποιον για κάτι)

El periodista condenó al congresista por corrupción.

θάβω, καίω

locución verbal (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los críticos criticaron duramente al director por su última película.

κατασπαράζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los críticos criticaron ferozmente la última película del director.

κατακεραυνώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor echó por tierra el ensayo mal escrito.

τα χώνω

(αργκό, μτφ: σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του criticar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.