Τι σημαίνει το piedra στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης piedra στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piedra στο ισπανικά.

Η λέξη piedra στο ισπανικά σημαίνει πέτρα, πέτρα, κόκκος, πέτρα, χαλάζι, κοτρόνα, κρακ, βότσαλα, πέτρα, μυλόπετρα, πολύτιμος λίθος, πετροπλυμένος, άπονος, ανάλγητος, ακρογωνιαίος λίθος, ταφόπλακα, τροχός, πολύτιμος λίθος, ακονόπετρα, οπτόπλινθος, μονολιθικός, επιστέγασμα, θεμέλιο, δυο βήματα, σκληρός, άπονος, άκαρδος, πολύ σκληρός, αλεσμένος σε πέτρινο μύλο, ξεδιάντροπα, ξετσίπωτα, αδιάντροπα, ελαφρόπετρα, θεμέλιος λίθος, χολόλιθος, ταφόπλακα, ταφόπλακα, πετράδι σχετικό με τον μήνα γέννησης, σεληνόλιθος, αναλγησία, απονιά, πέτρα για ακόνισμα, σκληρή καρδιά, πέτρα στο νεφρό, παπιέ μασέ, λυδία λίθος, φιλοσοφική λίθος, πολύτιμος λίθος, ελαφρόπετρα, στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας, ημιπολύτιμος λίθος, Λίθινη Εποχή, πέτρα για κέρλινγκ, ξερολιθιά, πέτρινο μελανοδοχείο, φυσική πέτρα, κυκλικό έγκλεισμα, πρασινωπό πυριγενές πέτρωμα, δυο βήματα, πέτρα, ο πρώτος που θα κατηγορήσει, ψάχνω εξονυχιστικά, πετρώνω, είμαι απόλυτα δεσμευτικός, είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος, παθαίνω σοκ, ξαφνιάζω, εκπλήσσω, στα δυο βήματα, ακρογωνιαίος λίθος, εκπυρσοκροτητής, θεμέλιος λίθος, σπίτι με κόκκινα τούβλα, καραμέλα ή γλειφιτζούρι από μεγάλους κρυστάλλους ζάχαρης, ακρογωνιαίος λίθος, ξερολιθιάς, είμαι οριστικός, δυο λεπτά, δυο βήματα, από ψαμμόλιθο, ακονιστήρι, κοπτικό για πέτρες, είδος ψαμμίτη της Ουαλίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης piedra

πέτρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Usa esa piedra para asegurar la puerta y que se quede abierta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο οικισμός χρονολογείται από την εποχή του λίθου.

πέτρα

nombre femenino (material de construcción) (υλικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El castillo está hecho de piedra, no de ladrillo.
Το κάστρο δεν είναι φτιαγμένο από τούβλα, αλλά από πέτρα.

κόκκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El granizo tenía pedriscos del tamaño de una pelota de golf.

πέτρα

(medicina) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él tenía cálculos renales, y sufría grandes dolores.

χαλάζι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Piedras de granizo golpearon el parabrisas mientras la familia iba camino a casa.

κοτρόνα

(coloquial) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Eso sí es una piedra!

κρακ

(CR) (ναρκωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Los adictos fuman piedra.

βότσαλα

nombre femenino

πέτρα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un manifestante lanzó una piedra.
Ένας διαδηλωτής πέταξε μια πέτρα.

μυλόπετρα

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los granjeros usaban una piedra de molino para moler sus granos.

πολύτιμος λίθος

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El anillo tiene un diamante espléndido rodeado de numerosas piedras preciosas.
Το δαχτυλίδι έχει πολλούς πολύτιμους λίθους γύρω από ένα όμορφο διαμάντι.

πετροπλυμένος

(ύφασμα ντένιμ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

άπονος, ανάλγητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La forma en que entraron y se llevaron las cosas de su madre fue desalmada.

ακρογωνιαίος λίθος

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El orador dijo que la educación es el pilar de una vida de éxito.
Ο ομιλητής είπε πως η παιδεία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας πετυχημένης ζωής.

ταφόπλακα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este cementerio tiene algunas de las lápidas mas antiguas del país.

τροχός

(piedra)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El agricultor le sacó filo a su guadaña en la muela.

πολύτιμος λίθος

(joya) (ανάλογα με το είδος)

La tía de Belinda le dejó dinero y gemas en su testamento.

ακονόπετρα

(CR) (ακόνισμα εργαλείων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οπτόπλινθος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μονολιθικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιστέγασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θεμέλιο

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los aminoácidos son los cimientos de las proteínas.

δυο βήματα

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Boston está a un brinco de Portsmouth.
Η Βοστώνη είναι δυο τσιγάρα δρόμος από το Πόρτσμουθ.

σκληρός, άπονος, άκαρδος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ σκληρός

αλεσμένος σε πέτρινο μύλο

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεδιάντροπα, ξετσίπωτα, αδιάντροπα

locución adverbial (descaradamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me dijo que no pagaba con cara de piedra.

ελαφρόπετρα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi mamá usa una piedra pómez para alisar sus pies.

θεμέλιος λίθος

(figurado) (μεταφορικά, επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χολόλιθος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Llevaron a Ethan al hospital a causa de un cálculo biliar.

ταφόπλακα

(tumba)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Algunos vándalos destruyeron varias lápidas mortuorias anoche.

ταφόπλακα

(tumba)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Algún vándalo rompió varias lápidas mortuorias en el cementerio.

πετράδι σχετικό με τον μήνα γέννησης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σεληνόλιθος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αναλγησία, απονιά

nombre masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέτρα για ακόνισμα

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όταν ακονίζεις ένα σκαρπέλο σε μια πέτρα για ακόνισμα είναι σημαντικό να έχεις τη σωστή γωνία.

σκληρή καρδιά

nombre masculino (μεταφορικά)

πέτρα στο νεφρό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo operaron para quitarle una piedra en el riñón que le estaba causando mucho dolor.

παπιέ μασέ

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las fallas de Valencia son un ejemplo de arte efímera en cartón piedra.

λυδία λίθος, φιλοσοφική λίθος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A la piedra filosofal se le supone el poder de convertir los metales en oro.

πολύτιμος λίθος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El broche estaba hecho de oro y piedras preciosas.

ελαφρόπετρα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En esta playa puedes conseguir una piedra pómez para las durezas de tus pies.
Μπορείς να πάρεις ελαφρόπετρα για τους κάλους του ποδιού σ' αυτό το κατάστημα.

στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας

nombre propio femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Piedra Rosetta fue una ayuda importante para entender y traducir jeroglíficos.

ημιπολύτιμος λίθος

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A diferencia del diamante, la amatista es una piedra semipreciosa.

Λίθινη Εποχή

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los dinosaurios ya se habían extinguido cuando comenzó la Edad de Piedra.

πέτρα για κέρλινγκ

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξερολιθιά

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En la técnica de construcción de piedra seca, no se utiliza cemento para mantenerlas unidas.

πέτρινο μελανοδοχείο

nombre femenino

φυσική πέτρα

locución nominal femenina

κυκλικό έγκλεισμα

πρασινωπό πυριγενές πέτρωμα

locución nominal femenina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δυο βήματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέτρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο πρώτος που θα κατηγορήσει

expresión (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No deberíamos discutir sobre quién tiene el derecho de lanzar la primera piedra.

ψάχνω εξονυχιστικά

En la búsqueda del chico perdido, la policía no dejó rincón sin revisar.

πετρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bruja agitó su varita mágica y el zorro se transformó en piedra.

είμαι απόλυτα δεσμευτικός

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
George quiso salir del contrato, pero parecía que estaba escrito con sangre.

είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος

expresión (fig)

Por ahora no hay nada que esté escrito en piedra, todo se puede negociar.

παθαίνω σοκ

locución verbal (coloquial)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Me quedé de piedra cuando encontré a tu esposa desnuda en mi cama.

ξαφνιάζω, εκπλήσσω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ver tantos cocodrilos juntos me dejó de piedra.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Απέρριψε την προσφορά εργασίας που της έκανε κι αυτό τον εξέπληξε. Ξαφνιάστηκα πραγματικά όταν αντέδρασε τόσο θυμωμένα.

στα δυο βήματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακρογωνιαίος λίθος

El alcalde pondrá la primera piedra del nuevo parque de bomberos mañana.
Ο δήμαρχος θα βάλει τον ακρογωνιαίο λίθο για τον καινούργιο πυροσβεστικό σταθμό αύριο.

εκπυρσοκροτητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El viejo rifle había perdido la piedra de fusil.

θεμέλιος λίθος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El crítico desacreditó la piedra angular de la teoría del autor.

σπίτι με κόκκινα τούβλα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καραμέλα ή γλειφιτζούρι από μεγάλους κρυστάλλους ζάχαρης

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Cuando era un niño teníamos un kit para hacer azúcar roca con una solución de azúcar.

ακρογωνιαίος λίθος

locución nominal femenina (κυριολεκτικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ξερολιθιάς

locución adjetiva (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είμαι οριστικός

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Que hagas esto ahora no significa que no puedas cambiar de opinión. Nada está escrito con sangre.

δυο λεπτά, δυο βήματα

expresión (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El hotel está a un tiro de piedra de la playa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το κατάστημα είναι δυο λεπτά από το σπίτι μου. Το κατάστημα είναι δυο βήματα από το σπίτι μου.

από ψαμμόλιθο

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακονιστήρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi abuelo todavía afila sus navajas con su vieja piedra para afilar.

κοπτικό για πέτρες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είδος ψαμμίτη της Ουαλίας

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piedra στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του piedra

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.