Τι σημαίνει το dans στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dans στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dans στο Γαλλικά.

Η λέξη dans στο Γαλλικά σημαίνει μέσα σε, σε, σε, σε, σε, με, σε, μέσα, εκεί μέσα, μέσα, μέσα, μέσα σε, μέσα, με, μέσα, μέσα σε, σε, σε, σε, σε, σε, προς, στον, στην, στο, σε, σε, σε, σε κάθε, υπό, σε, στη μόδα, της μόδας, κοντά, ευνοούμενος, κάπου, σκοτεινός, αγχωμένος, φτωχός, άπορος, αποχαυνωμένος, ζαβλακωμένος, άθλιος, ανεστίαστος, ζαλισμένος, πάμφτωχος, εκνευρισμένος, συγχυσμένος, νευριασμένος, δεν αισθάνομαι πολύ καλά, σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία, είμαι κόκκινο πανί, συγκινητικός, όλου του σχολείου, γενικά, σύντομα, παγκόσμια, παγκοσμίως, αρχικά, στην περιοχή, ολόψυχα, διεθνώς, παγκοσμίως, επιδέξια, δεξιοτεχνικά, σε λιγάκι, σε λίγο, στον αέρα, σύντομα, από κοινού, συνολικά, συγκεντρωτικά, πρόχειρα, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, κοντά στην προθεσμία, λάθος δρόμος, ταραχή, αναστάτωση, ταραχή, αναστάτωση, χασομέρης, ζάχαρο, επίπεδο σακχάρου στο αίμα, έδρα, που «κολλάει» στο μυαλό, οι άστεγοι, το να αναθέτεις διαρκώς ίδιου τύπου ρόλους, επίπεδο αλκοόλ στο αίμα, προς, με πρωταγωνιστή τον, επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, με πιάνει πανικός, λιποθυμώ, ενώνομαι, μουδιάζω, κινούμαι νευρικά, εισρέω, φοράω, φορώ, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, τρυπάω, τρυπώ, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, χώνω τη μύτη μου, χτυπάω, διεισδύω, εισχωρώ, διαχέομαι, τυχαιοποιώ, ενθέτω, περιθωριοποιώ, σκουντώ, εξετάζω καλύτερα, επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dans

μέσα σε

(à l'intérieur de)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
J'ai laissé ton livre dans la voiture.
Άφησα το βιβλίο σου μέσα στο (or: στο) αυτοκίνητο.

σε

préposition (mouvement)

Il est entré dans la pièce après votre départ.
Μπήκε στο δωμάτιο αφού έφυγες.

σε

J'habite (dans) une petite ville en France, mais ma famille habite à Londres. Je t'emmènerai dans mon magasin préféré dans le centre-ville.

σε

préposition (délai)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Rappelle-moi dans deux jours.
Ξαναπάρε με τηλέφωνο σε δυο μέρες.

σε

préposition (catégorie) (κατηγορία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Elle travaille dans le marketing.
Απασχολείται στο μάρκετινγκ.

με

(sous l'effet de)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il a agi dans la colère.

σε

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tu as lu ça dans un livre ?

μέσα

préposition (dans les limites)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La réponse se situe dans (or: à l'intérieur de) la zone normale.

εκεί μέσα

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέσα

préposition (à l'intérieur de)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Entrez dans mon bureau.
Έλα στο γραφείο μου.

μέσα

(espace)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Merci de rester dans les limites.
Σε παρακαλώ μείνει εντός των ορίων.

μέσα σε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέσα

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il y a de la crème anglaise dans cette pâtisserie.
Αυτό το γλύκισμα έχει κρέμα μέσα.

με

(profession, loisir)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il s'est lancé dans l'architecture après ses études.
Εντρύφησε στην αρχιτεκτονική μετά τις σπουδές του.

μέσα

préposition (temps)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le projet est pour dans trois jours.
Η εργασία πρέπει να παραδοθεί εντός τριών ημερών.

μέσα σε

préposition

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il resta dans la chambre pendant trois heures.
Έμεινε στο δωμάτιο για τρεις ώρες.

σε

préposition (situation)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il s'est mis dans une situation difficile avec ses remarques désobligeantes.
Τα αγενή του σχόλια τον έβαλαν σε μπελάδες.

σε

préposition (contre)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sa voiture est rentrée dans un arbre.
Το αυτοκίνητό του χτύπησε σε ένα δέντρο.

σε

préposition (espace) (χώρος: συνέχεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Cette route passe dans le département voisin.
Αυτός ο δρόμος συνεχίζεται στον διπλανό νομό.

σε

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il est dans l'équipe de football depuis de nombreuses années.
Είναι στην ποδοσφαιρική ομάδα εδώ και αρκετά χρόνια.

σε

préposition

La mariage a lieu dans seulement deux semaines et elle ne s'est toujours pas décidée pour sa robe.
Ο γάμος είναι μόλις λίγες εβδομάδες μακριά και δεν έχει επιλέξει ακόμα το φόρεμά της.

προς

(dans la direction de)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il regardait dans le vide.

στον, στην, στο

préposition (immersion)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Nous sommes en plein dans la dernière étape de notre projet.
Έχουμε προχωρήσει πολύ στο τελευταίο στάδιο του πρότζεκτ μας.

σε

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
En signant, vous vous êtes engagé dans un accord formel.

σε

(transport)

Nous pouvons manger nos sandwichs dans le train.

σε

préposition

Ma mère était dans le jury pour une affaire de meurtre.

σε κάθε

préposition

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il y a cent centimètres dans un mètre.

υπό

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Dans ce cas (or: Dans ces circonstances), nous sommes satisfaits.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
En préparant vos cours, vous devez conserver une approche pédagogique.

στη μόδα, της μόδας

(dans le vent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les mini-jupes sont à la mode cette saison.
Τα μίνι είναι ιν αυτή την εποχή.

κοντά

(un peu familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle est dans le coin ? Il faut que je lui demande quelque chose.

ευνοούμενος

(επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il est toujours dans les faveurs des patrons.

κάπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Est-ce que James est quelque part dans les environs (or: dans les parages) ?
Είναι ο Τζέιμς στο γραφείο;

σκοτεινός

(absence de lumière)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il faisait drôlement sombre quand je me suis réveillée à la maison.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το σπίτι ήταν σκοτεινό όταν ξύπνησα.

αγχωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Judy était paniquée parce qu'elle était en retard pour le travail et ne pouvait pas trouver ses clés.

φτωχός, άπορος

(soutenu)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποχαυνωμένος, ζαβλακωμένος

(anglicisme, familier) (χωρίς καθαρό μυαλό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

άθλιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεστίαστος

(image) (οπτική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζαλισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πάμφτωχος

(familier) (πολύ φτωχός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma famille était fauchée mais nous prenions toujours soin de notre apparence.

εκνευρισμένος, συγχυσμένος, νευριασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δεν αισθάνομαι πολύ καλά

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je pense qu'elle a attrapé la grippe : elle a l'air patraque.

σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία

(ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι κόκκινο πανί

(μεταφορικά)

συγκινητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όλου του σχολείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η περιγραφή των γεγονότων από τον τύπο είναι γενικά σωστή, αλλά αγνόησαν σημαντικές λεπτομέρειες.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Πρέπει να κάνω ένα γρήγορο τηλεφώνημα. Θα είμαι μαζί σας σύντομα.

παγκόσμια, παγκοσμίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αρχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Initialement, j'ai pensé que c’était un détective privé.
Αρχικά νόμισα ότι ήταν ιδιωτική ερευνήτρια.

στην περιοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ολόψυχα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διεθνώς, παγκοσμίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επιδέξια, δεξιοτεχνικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε λιγάκι, σε λίγο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Olivia a dit qu'elle serait bientôt là.

στον αέρα

(μεταφορικά: αβέβαιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son futur est incertain.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je le finirai bientôt : sois patient.

από κοινού

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Deux personnes travaillant ensemble progressent plus vite que séparément.

συνολικά, συγκεντρωτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πρόχειρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate est déprimée depuis qu'elle a raté son examen.

κοντά στην προθεσμία

(match, résultat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάθος δρόμος

(comprendre, prendre...)

ταραχή, αναστάτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'agitation de Carl était évidente tant il faisait les cent pas dans le couloir.

ταραχή, αναστάτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μη σε πιάνει ταραχή! Ένα έντομο είναι μόνο!

χασομέρης

(familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζάχαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η υπογλυκαιμία προκαλείται από χαμηλά επίπεδα ζαχάρου.

επίπεδο σακχάρου στο αίμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έδρα

(Sports) (αθλητικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που «κολλάει» στο μυαλό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οι άστεγοι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το να αναθέτεις διαρκώς ίδιου τύπου ρόλους

(des acteurs)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'actrice se plaignait du catalogage des femmes au cinéma.
Η ηθοποιός διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι οι γυναίκες επιλέγονται συνεχώς για ίδιου τύπου ρόλους στις ταινίες.

επίπεδο αλκοόλ στο αίμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προς

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Marche vers le Capitole et tournez à gauche sur la 8e rue.
Πήγαινε όλο ευθεία προς το Καπιτώλιο και μετά στρίψε αριστερά, στην 8η λεωφόρο.

με πρωταγωνιστή τον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι

(des idées,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aimerais qu'ils cessent de nous imposer leurs idées.

ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'étais tellement furieux contre le paparazzi que je lui ai collé mon poing dans la figure.

με πιάνει πανικός

λιποθυμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ben s'évanouit toujours à la vue du sang.
Ο Μπέν πάντα λιποθυμάει όταν βλέπει αίμα.

ενώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα δύο ποτάμια γίνονται ένα στο Βελιγράδι.

μουδιάζω

(légèrement douloureux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je vais te désinfecter le genou mais ça risque de picoter.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα πόδια μου έχουν μουδιάσει και σχεδόν δεν μπορώ να τα κουνήσω.

κινούμαι νευρικά

Poppy a gigoté sur son siège pendant le long film.
Η Πόπη κουνιόταν νευρικά στη θέση της κατά τη διάρκεια της μεγάλης ταινίας.

εισρέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φοράω, φορώ

(un vêtement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Donne-moi une minute pour enlever mes vêtements de travail et enfiler une tenue plus confortable.

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deux voitures se sont percutées ce matin. // D'après le rapport, le bus a percuté le mur à grande vitesse.
Δυο αμάξια έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο σήμερα το πρωί.

τρυπάω, τρυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rachel a trébuché et a heurté son collègue.

σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a toujours très peur de monter sur une échelle.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το μπαλόνι σηκώθηκε στον αέρα.

χώνω τη μύτη μου

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un supporter a frappé l'arbitre à la tête avec sa chaise.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένα αυτοκίνητο με χτύπησε βγαίνοντας από το πάρκινγκ.

διεισδύω, εισχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le médicament pénétrera votre système sanguin dans environ 10 minutes.
Το φάρμακο θα διεισδύσει (or: εισχωρήσει) στο αίμα σου σε δέκα λεπτά.

διαχέομαι

(odeur)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μια αίσθηση ευθυμίας άρχισε να διαχέεται στο δωμάτιο.

τυχαιοποιώ

(Statistiques)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενθέτω

(un livre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιθωριοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκουντώ

(ανάλογα με την περίπτωση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξετάζω καλύτερα

επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dans στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του dans

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.