Τι σημαίνει το deber στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης deber στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deber στο ισπανικά.
Η λέξη deber στο ισπανικά σημαίνει υποχρέωση, πρέπει, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, καθήκον, πρέπει, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, πρέπει, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, πρέπει, πρέπει, πρέπει, θα έπρεπε, δουλειά, πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε, δουλειά, θα πρέπει, πρέπει, κπ μου χρωστάει κτ, ευθύνη, πρέπει, θητεία, λυπητερή, το καλό που σου θέλω, πρέπει να κάνω κτ, πρέπει να, έχω, πρέπει, μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα, η φωνή του καθήκοντος, δεν θα έπρεπε, στο καθήκον, υπερβάλλων ζήλος, ηθική υποχρέωση, αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης, που είναι ευθύνη του, που είναι καθήκον του, κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου, προκύπτει, συνεπάγεται, έπεται, δεν έπρεπε να κάνω κτ, χρωστάω μια συγγνώμη σε κπ, επιβάλλεται, που χρωστάει, καθήκον, καθήκον, θα έπρεπε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης deber
υποχρέωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Es tu deber votar. Είναι υποχρέωσή (or: καθήκον) σου να ψηφίσεις. |
πρέπειverbo transitivo (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Debes obtener un nuevo permiso de conducir. Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al pedir una hipoteca para comprar mi casa, debo al banco mucho dinero. Είχα πάρει δάνειο για να αγοράσω το σπίτι μου, και τώρα χρωστάω (or: οφείλω) πολλά χρήματα στην τράπεζα. |
καθήκον
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Uno de mis deberes como gerente es liderar las reuniones del equipo. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Debo presentarme el lunes en el juzgado o me arrestarán. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbo transitivo (dinero) (κάτι, κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He devuelto la mayoría del dinero, pero todavía debo cincuenta euros. Αποπλήρωσα το μεγαλύτερο ποσό τον χρημάτων, αλλά χρωστάω ακόμα 50 Ευρώ. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Con este profesor siempre debes acabar tus tareas a tiempo. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbo transitivo (figurado) (μτφ: κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te debo una disculpa. Σου οφείλω μια συγγνώμη. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbo transitivo (μτφ: κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debe su vida a la habilidad del cirujano. Χρωστούσε τη ζωή του στις ιατρικές ικανότητες του χειρουργού του. |
πρέπειverbo transitivo (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) No estoy seguro de la cantidad, pero debo beber unos tres vasos de agua al día. Δεν είμαι σίγουρος πόσο ακριβώς, αλλά πρέπει να πίνω πάνω από τρία ποτήρια νερό τη μέρα. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Estás obligado a denunciar este tipo de cosas a la policía. |
πρέπει(condicional) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Debería ir, pero probablemente se quede en casa. Θα έπρεπε να πάει, αλλά μάλλον θα μείνει σπίτι. |
θα έπρεπε(condicional) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Deanna no estudia tanto como debería. Η Ντιάνα δεν μελετάει όσο θα έπρεπε. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su deber era reabastecer los anaqueles en la tienda. Η δουλειά του ήταν να ανεφοδιάζει τα ράφια στο κατάστημα. |
πρέπει(condicional) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tal vez deberías ir a la reunión esta noche. ¿Tú qué crees? Ίσως πρέπει να πας στη συνάντηση απόψε. Τι λες; |
θα έπρεπε(condicional) (να κάνω κτ) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Deberías conducir con más cuidado. Πραγματικά θα έπρεπε να οδηγείς πιο προσεκτικά. |
θα έπρεπε(condicional) (να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Todos deberían luchar por una sociedad más justa. Όλοι θα έπρεπε να παλεύουμε για μια πιο δίκαιη κοινωνία. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando tu padre no está, es tu deber cuidar de tu hermano menor. Όταν λείπει ο πατέρας σου, είναι δική σου δουλειά να προσέχεις τον αδερφό σου. |
θα πρέπειverbo transitivo (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Si salimos a las 8 a. m. deberíamos llegar con tiempo. Αν ξεκινήσουμε στις 8 πμ, λογικά θα έχουμε αρκετό χρόνο. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Debo sacar la basura, pero no lo voy a hacer. // ¿Qué debo hacer? Πρέπει (or: Θα έπρεπε) να βγάλω έξω τα σκουπίδια, αλλά δεν πρόκειται να το κάνω. |
κπ μου χρωστάει κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El inquilino le debe £300 a Jack por el alquiler. Ο νοικάρης χρωστάει 300 δολάρια στον Τζακ. |
ευθύνηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cumplirá con su deber. |
πρέπει(να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Debo irme ahora. |
θητεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hizo un par de trabajos en la oficina de Atlanta el año pasado. Έκανε δυο θητείες στο γραφείο της Ατλάντα πέρσι. |
λυπητερή(coloquial) (αργκό) Mesero, por favor traiga la cuenta para ver cuánto es el daño. |
το καλό που σου θέλω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Sería mejor que hiciera lo que se le pide! Το καλό που του θέλω να κάνει αυτά που του είπαν! |
πρέπει να κάνω κτ
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tengo que irme de aquí. |
πρέπει να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estudiantes, tienen que llegar a las 8 para poder sacar la foto grupal. |
έχω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo que terminar mis deberes. Πρέπει να τελειώσω μια εργασία. |
πρέπει(να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tengo que ayudar a mis padres a mudarse. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα χρειαστεί να καταθέσεις όσα είδες στην αστυνομία. |
μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nuestro equipo debería de ganar el partido porque es mucho mejor que el oponente. Η ομάδα μας έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει τον αγώνα γιατί είναι πολύ καλύτερη από την αντίπαλό της. |
η φωνή του καθήκοντος
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Las sirenas aullaron cuando los bomberos respondieron a sus obligaciones. |
δεν θα έπρεπεlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No debería decirlo, pero la nueva novia de mi papá es horrible. |
στο καθήκονlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El bombero resultó herido en acto de servicio. |
υπερβάλλων ζήλος(επιδεικνύω) Fue felicitado por ir más allá de sus responsabilidades. |
ηθική υποχρέωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Tienen los hijos el deber moral de cuidar a sus padres cuando son ancianos? |
αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El voluntario continuó con su trabajo por puro sentido del deber. |
που είναι ευθύνη του, που είναι καθήκον του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los médicos tienen el deber de actualizar sus conocimientos periódicamente. |
κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Deberías cumplir con tu obligación como un ciudadano responsable de este país. |
προκύπτει, συνεπάγεται, έπεται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La gata ha tenido gatitos así que tiene que ser hembra. |
δεν έπρεπε να κάνω κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρωστάω μια συγγνώμη σε κπlocución verbal |
επιβάλλεται(πρέπει) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) |
που χρωστάειlocución verbal (personas) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los inquilinos no tenían ingresos, así que debían el pago de su alquiler. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο ιδιοκτήτης πήγε την ενοικιάστρια στα δικαστήρια επειδή ήταν τρεις μήνες πίσω στις πληρωμές. |
καθήκον(κάποιου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El deber de gestionar las finanzas le corresponde al tesorero de la organización. Η αρμοδιότητα του χειρισμού των οικονομικών βαρύνει τον ταμία της οργάνωσης. |
καθήκον(κάποιου να κάνει κτ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le corresponde al padre de la novia dar un discurso en la boda. Είναι καθήκον του πατέρα της νύφης να βγάλει λόγο στον γάμο. |
θα έπρεπε(en condicional) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Debería haber sabido que no puede hacer eso. Θα έπρεπε να ξέρει πως δεν μπορεί να το κάνει αυτό. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deber στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του deber
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.