Τι σημαίνει το declining στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης declining στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του declining στο Αγγλικά.

Η λέξη declining στο Αγγλικά σημαίνει πτωτικός, φθίνων, πτωτικός, αρνούμαι, απορρίπτω, αρνούμαι, αρνούμαι να κάνω κτ, μειώνομαι, ελαττώνομαι, πέφτω, μείωση, εξασθένιση, κατήφορος, κατηφορίζω, επιδεινώνομαι, κλίνω, γηρατειά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης declining

πτωτικός

adjective (going down)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
What is the slope of the declining line on the graph?

φθίνων

adjective (health: worsening) (υγεία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The senator's declining health forced him to resign from his position.

πτωτικός

adjective (economy: in decline) (οικονομία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The country's declining economy is causing concern throughout Europe.

αρνούμαι, απορρίπτω

transitive verb (invitation, etc.: refuse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Smiths have declined our dinner invitation.
Οι Σμιθς αρνήθηκαν την πρόσκλησή μας για δείπνο.

αρνούμαι

intransitive verb (refuse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I asked my teenage son to clean up his room, but he declined.
Ζήτησα από τον έφηβο γιο μου να καθαρίσει το δωμάτιό του, αλλά αρνήθηκε.

αρνούμαι να κάνω κτ

verbal expression (refuse to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't know why John has still got a job when he declines to do any work!
Δεν ξέρω πως ο Τζον έχει ακόμα δουλειά όταν αρνείται να κάνει οτιδήποτε!

μειώνομαι, ελαττώνομαι

intransitive verb (decrease)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sales of desktop computers have been declining over the last few years as most people prefer laptops.
Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς.

πέφτω

intransitive verb (diminish) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The president's popularity has been declining for months.
Η δημοτικότητα του προέδρου πέφτει εδώ και μήνες.

μείωση

noun (decrease)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company wondered how it could reverse the decline in sales.
Στην εταιρεία αναρωτιόνταν πως θα μπορούσαν να ανατρέψουν τη μείωση (or: πτώση) των πωλήσεων.

εξασθένιση

noun (weakening, deterioration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I supposed my grandmother's decline is inevitable; she is 95!
Υπέθεσα πως η εξασθένιση της γιαγιάς μου είναι αναπόφευκτη, είναι 95!

κατήφορος

noun (slope)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The car rolled down the steep decline.

κατηφορίζω

intransitive verb (go downwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hill declines sharply at this point.

επιδεινώνομαι

intransitive verb (figurative (health: worsen)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His health has declined in recent years, and he can barely walk.

κλίνω

transitive verb (inflect: a part of speech) (γραμματική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Latin teacher asked his students to decline the noun.

γηρατειά

plural noun (old age)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My grandmother loved to reminisce in her declining years.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του declining στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του declining

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.