Τι σημαίνει το deck στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης deck στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deck στο Αγγλικά.

Η λέξη deck στο Αγγλικά σημαίνει κατάστρωμα, όροφος, τράπουλα, βεράντα, μίκτης ήχου, διακοσμώ, στολίζω, ρίχνω μπουκέτο σε κπ που τον κάνει να πέσει κάτω, κασετόφωνο, διακοσμώ, χώρος μεταξύ καταστρωμάτων, τράπουλα, ξαπλώστρα, τράπουλα, ναυτεργάτης, κατάστρωμα πτήσεων, θάλαμος διακυβέρνησης, πέφτω στο έδαφος, κάτω κατάστρωμα, κάτω κατάστρωμα, κονσόλα μιξαρίσματος, σημείο παρατήρησης, σε ετοιμότητα, τράπουλα, επίστεγο, ταράτσα, δημιουργώ άδικο πλεονέκτημα, φέρνω κπ/κτ σε μειονεκτική θέση, κασετόφωνο, επάνω όροφος, επάνω όροφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης deck

κατάστρωμα

noun (floor of ship)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The sailor stood on the deck.
Ο ναύτης στεκόταν στο κατάστρωμα.

όροφος

noun (level of bus)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Which deck do you like to ride on when you take the bus?
Ποιον όροφο προτιμάς όταν παίρνεις το λεωφορείο;

τράπουλα

noun (US (set of playing cards)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dealer shuffled the deck.
Ο κρουπιέρης ανακάτεψε την τράπουλα.

βεράντα

noun (wooden platform)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We ate dinner outside on the deck.

μίκτης ήχου

noun (music: mixing table) (αντικείμενο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The DJ brought his own decks.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στα decks του νέου κλαμπ θα βρίσκεται η ραδιοφωνική παραγωγός Μαρία Αντωνίου.

διακοσμώ, στολίζω

(decorate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Deck the halls with boughs of holly!"
«Διακόσμησε (or: στόλισε) τις αίθουσες με κλωνάρια από γκι!»

ρίχνω μπουκέτο σε κπ που τον κάνει να πέσει κάτω

transitive verb (slang (hit hard) (αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When a member of the crowd threw an egg at her, the politician turned around and decked him.
Όταν κάποιος από το πλήθος έριξε ένα αυγό πάνω της, η πολιτικός γύρισε και του έριξε μια μπουνιά που τον έκανε να πέσει κάτω.

κασετόφωνο

noun (cassette or record deck) (για κασέτες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Robert put another tape in the deck and pressed play.

διακοσμώ

phrasal verb, transitive, separable (decorate, adorn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was very trendy, always decked out in the latest fashions.

χώρος μεταξύ καταστρωμάτων

noun (nautical: space between decks)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τράπουλα

noun (set or pack of playing cards)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At casinos, they throw away the card deck after each hand of Blackjack.

ξαπλώστρα

noun (folding seat for beach)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like to sit outside on my deck chair when the weather's mild.

τράπουλα

noun (set of playing cards)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ναυτεργάτης

noun (worker on a ship) (χειρονακτικές εργασίες)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατάστρωμα πτήσεων

noun (deck of aircraft carrier)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θάλαμος διακυβέρνησης

noun (plane: cockpit)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πέφτω στο έδαφος

verbal expression (figurative, informal (drop to the ground to protect oneself) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the first sound of a gunshot, everybody in the room hit the deck.

κάτω κατάστρωμα

noun (ship: lowest level)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάτω κατάστρωμα

noun (second from bottom in larger ship)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κονσόλα μιξαρίσματος

noun (music: DJ's console)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The new mixing desk produces sounds never heard on the dance floor.

σημείο παρατήρησης

noun (high vantage point)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σε ετοιμότητα

adverb (US, figurative (present, ready to act)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We need all the best players on deck for the big game.

τράπουλα

noun (UK (set of playing cards)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
While we had a newer pack of cards, we still preferred to use this one.

επίστεγο

noun (rear of ship)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταράτσα

noun (open area on top of a building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δημιουργώ άδικο πλεονέκτημα

verbal expression (informal, figurative (create an unfair advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dealer stacked the cards.

φέρνω κπ/κτ σε μειονεκτική θέση

verbal expression (informal, figurative (put [sb], [sth] at a disadvantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κασετόφωνο

noun (device that plays audio cassettes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
With the advent of CDs, tape decks in cars are becoming obsolete.

επάνω όροφος

noun (upper level of a bus) (λεωφορείου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The stairs at the back of the bus lead to more seats on the top deck.

επάνω όροφος

noun (top level of a bus or boat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We sat on the upper deck because there was more room.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deck στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του deck

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.