Τι σημαίνει το dedicado στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dedicado στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dedicado στο πορτογαλικά.

Η λέξη dedicado στο πορτογαλικά σημαίνει αφιερωμένος, αφιερωμένος, αφοσιωμένος, αφοσιωμένος, που κάνει κτ με αφοσίωση, αφιερωμένος, εγκαινιάζομαι προς τιμήν, αφοσιωμένος, σκληροπυρηνικός, αφοσιωμένος, παντρεμένος, ένθερμος, διακαής, ολόψυχος, στη μνήμη, αφοσιωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dedicado

αφιερωμένος

adjetivo (σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Este museu é dedicado a antiguidades e obras de prata.
Το μουσείο είναι αφιερωμένο σε αρχαιότητες και έργα αργυροχοΐας.

αφιερωμένος

adjetivo (σε δραστηριότητα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Minhas noites são dedicadas à prática do piano.
Τα βράδια μου είναι αφιερωμένα στην εξάσκηση πιάνου.

αφοσιωμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ele é um funcionário dedicado.
Είναι ένας αφοσιωμένος υπάλληλος.

αφοσιωμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Cristina é dedicada ao trabalho.
Η Χριστίνα είναι αφοσιωμένη στη δουλειά της.

που κάνει κτ με αφοσίωση

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harry é um funcionário meticuloso, dedicado a dar o seu melhor.
Ο Χάρυ είναι ένας ευσυνείδητος υπάλληλος, αφοσιωμένος στο να κάνει το καλύτερο που μπορεί.

αφιερωμένος

adjetivo (ως αφιέρωση)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
O livro era dedicado à filha do autor.
Το βιβλίο ήταν αφιερωμένο στην κόρη του συγγραφέα.

εγκαινιάζομαι προς τιμήν

adjetivo (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ontem o monumento foi dedicado às milhares de pessoas que morreram durante a epidemia.
Χθες εγκαινιάστηκε το μνημείο προς τιμήν των χιλιάδων θυμάτων της επιδημίας.

αφοσιωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Precisamos de funcionários mais comprometidos com a empresa, senão nunca teremos sucesso.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Ντόρις είναι μια αφοσιωμένη στην φιλανθρωπική δράση της εδώ και 40 χρόνια.

σκληροπυρηνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αφοσιωμένος

(σε κπ/κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sheila estava totalmente comprometida com sua família, acima de qualquer outra coisa.
Η Σίλα ήταν πάνω απ' όλα πλήρως αφοσιωμένη στην οικογένειά της.

παντρεμένος

(figurativo) (μτφ: με κπ/κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Meu namorado é casado com o trabalho dele, mas eu sou viciada em trabalho também.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Εγώ δε χρειάζομαι γυναίκα. Είμαι παντρεμένος με τη δουλειά μου.

ένθερμος, διακαής, ολόψυχος

adjetivo (ειλικρινής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στη μνήμη

expressão (κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφοσιωμένος

(σε κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Rachel está comprometida em melhorar as vidas dos animais.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Μπεν υπηρετεί με αφοσίωση τους ασθενείς του.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dedicado στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.