Τι σημαίνει το dedicar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dedicar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dedicar στο πορτογαλικά.

Η λέξη dedicar στο πορτογαλικά σημαίνει αφιερώνω, προορίζω, αφιερώνω, αφιερώνω κτ σε κπ, εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, αφιερώνω κτ σε κτ, επενδύω κτ σε κτ, αφιερώνω κτ σε κτ, απευθύνω κτ σε κπ, αφιερώνω, αφιερώνω, αφιερώνω, γράφω αφιέρωση σε κπ, δουλεύω σκληρά, δουλεύω σκληρά, είμαι γλύπτης, κάνω τα πάντα, αφοσιώνομαι σε κτ, αφιερώνω τη ζωή μου σε κτ/κπ, θέλω πολύ, πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω, βρίσκω τον χρόνο να κάνω κτ, συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά, υπερβάλλω εαυτόν, πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω, δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα, μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι, αφιερώνω ξανά, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι, βάζω τα δυνατά μου, αφιερώνω χρόνο, αφοσιώνομαι σε κτ, αφιερώνομαι σε κτ, αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dedicar

αφιερώνω

verbo transitivo (κάτι σε κάτι, κάτι για να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dedicarei meu fim de semana à conclusão do discurso que estou escrevendo.
Θα αφιερώσω το σαββατοκύριακό μου για να τελειώσω μία ομιλία που γράφω.

προορίζω

(κάτι για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan destinou o dinheiro à caridade.
Ο Άλαν προόριζε τα χρήματα για φιλανθρωπικό σκοπό.

αφιερώνω

(κάτι σε κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lúcia dedicou toda a sua energia para garantir que seu empreendimento fosse um sucesso.
Η Λούσυ αφιέρωσε όλη της την ενέργειά διασφαλίζοντας την επιτυχία του επιχειρηματικού της εγχειρήματος.

αφιερώνω κτ σε κπ

verbo transitivo

εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ

(κάτι σε κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gordon aplicou seus conhecimentos de mecânica para construir e pilotar aeronaves.

αφιερώνω κτ σε κτ

(formal)

επενδύω κτ σε κτ, αφιερώνω κτ σε κτ

verbo transitivo (devotar tempo a algo)

Eu investi muito tempo neste negócio.
Αφιέρωσα πολύ χρόνο σε αυτήν τη δουλειά.

απευθύνω κτ σε κπ

(figurado)

O'Neill endereçou (or: dirigiu) seus comentários aos donos de negócios na plateia.
Ο Ο' Νιλ απηύθυνε τα σχόλιά του στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βρίσκονταν στο κοινό.

αφιερώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Precisamos de voluntários que possam doar cinco horas por semana.

αφιερώνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gostaria de dedicar este prêmio à minha mãe, que sempre acreditou em mim.
Θα ήθελα να αφιερώσω το βραβείο αυτό στη μητέρα μου, η οποία πάντα πίστευε σ' εμένα.

αφιερώνω

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O artista dedicou a escultura à memória dos mortos durante a guerra.
Ο καλλιτέχνης αφιέρωσε το γλυπτό στη μνήμη εκείνων που έπεσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.

γράφω αφιέρωση σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O autor autografou o livro da fã e o dedicou à "Querida Ellen".
Ο συγγραφέας υπέγραψε το βιβλίο της θαυμάστριάς του και έγραψε αφιέρωση, «Στην αγαπημένη μου Έλεν».

δουλεύω σκληρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ao estudar para exames, é importante se esforçar.

δουλεύω σκληρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι γλύπτης

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ele dedicou-se à escultura por dez anos antes de voltar-se à pintura.
Ασχολήθηκε με τη γλυπτική για δέκα χρόνια πριν στραφεί στη ζωγραφική.

κάνω τα πάντα

(figurado, informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφοσιώνομαι σε κτ

αφιερώνω τη ζωή μου σε κτ/κπ

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέλω πολύ

Ela colocou seu coração em uma viagem ao Japão. O garotinho havia colocado seu coração em conseguir um filhote para o Natal.

πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω

(fazer grande esforço para) (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίσκω τον χρόνο να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vou desacelerar e dedicar tempo a entender melhor os meus filhos.
Θα χαλαρώσω τους ρυθμούς μου και θα αφιερώσω χρόνο στο να καταλάβω καλύτερα τα παιδιά μου.

συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερβάλλω εαυτόν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω

(trabalhar duro para conseguir) (να πετύχω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα

(continuar trabalhando em algo)

μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι

(trabalhar duro em) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Του βγήκε η πίστη με την εργασία όλη την εβδομάδα αλλά την ετοίμασε στην ώρα της.

αφιερώνω ξανά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

verbo pronominal/reflexivo (mergulhar de cabeça em algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ξεκίνησε την καινούργια της δουλειά με ενθουσιασμό.

αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι

(σε κτ/κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Minha mãe dedicou-se aos filhos.
Η μητέρα μου αφιέρωσε τον εαυτό της στα παιδιά της.

βάζω τα δυνατά μου

(BRA, informal,)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nosso time de basquete não está indo muito bem. Eu gostaria que eles caíssem dentro.
Η ομάδα του μπάσκετ μας δεν τα πάει και πολύ καλά, μακάρι να έβαζαν λίγο τα δυνατά τους .

αφιερώνω χρόνο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφοσιώνομαι σε κτ, αφιερώνομαι σε κτ

αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι

(στο να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois que a esposa morreu de câncer, ele se dedicou à arrecadação de fundos para instituições de caridade que lutam contra o câncer.
Μετά το θάνατο της γυναίκας του από καρκίνο αφοσιώθηκε στη συγκέντρωση χρημάτων για αντικαρκινικές φιλανθρωπικές οργανώσεις.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dedicar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.