Τι σημαίνει το demonstrar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης demonstrar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του demonstrar στο πορτογαλικά.

Η λέξη demonstrar στο πορτογαλικά σημαίνει επιδεικνύω, αποδεικνύω, τονίζω, υπογραμμίζω, δείχνω, δείχνω, προβάλλω, επιδεικνύω, δηλώνω, υποδηλώνω, δείχνω, ξετυλίγω, δείχνω, εξακριβώνω, διαπιστώνω, φαίνομαι, αποδεικνύω, αποδεικνύω, δείχνω ενδιαφέρον, κινώ το ενδιαφέρον, δείχνω ενδιαφέρον για κπ/κτ, βεβαιώνω, επιβεβαιώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης demonstrar

επιδεικνύω

verbo transitivo (mostrar, ilustrar) (δείχνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele demonstrou como operar a máquina.
Έκανε επίδειξη του τρόπου λειτουργίας του μηχανήματος.

αποδεικνύω

verbo transitivo (provar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τονίζω, υπογραμμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O menino demonstrou uma grande coragem ao tentar salvar suas amigas.
Το αγόρι έδειξε (or: επέδειξε) μεγάλο θάρρος στην προσπάθειά του να σώσει τους φίλους του.

προβάλλω, επιδεικνύω

verbo transitivo (dar como exemplo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deve demonstrar o tipo de comportamento que gostaria que seus filhos copiassem.
Θα πρέπει να προβάλλεις (or: επιδεικνύεις) το είδος της συμπεριφοράς που θέλεις να αντιγράψουν τα παιδιά σου.

δηλώνω, υποδηλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A presença dos representantes da empresa na reunião demonstra sua disposição em negociar.

δείχνω

verbo transitivo (mostrar alguma coisa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A nota de Maria no teste demonstra seu alto nível de inteligência.
Το σκορ της Μαρίας στο διαγώνισμα δείχνει υψηλό επίπεδο ευφυΐας.

ξετυλίγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω

verbo transitivo (mostrar) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O comportamento de Jim indica que ele está comprometido com seu trabalho.
Η συμπεριφορά του Τζιμ δείχνει πως είναι αφοσιωμένος στη δουλειά του.

εξακριβώνω, διαπιστώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia teve que provar se o homem estava morto ou se ele estava apenas desaparecido.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει πρώτα να αποδειχθεί η ενοχή του και μετά θα του επιβληθεί η κατάλληλη ποινή.

φαίνομαι

verbo pronominal/reflexivo (ser evidente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele demonstrava-se desapontado.
Ήταν αναστατωμένος κι αυτό ήταν φανερό.

αποδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Ροντ θα τρέξει στο μαραθώνιο γιατί θέλει να αποδείξει κάτι.

αποδεικνύω

(mostrar que algo é verdadeiro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω ενδιαφέρον

κινώ το ενδιαφέρον

(mostrar curiosidade ou entusiasmo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω ενδιαφέρον για κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βεβαιώνω, επιβεβαιώνω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του demonstrar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.