Τι σημαίνει το dependant στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dependant στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dependant στο Αγγλικά.

Η λέξη dependant στο Αγγλικά σημαίνει που εξαρτάται από κτ, εξαρτημένος, εθισμένος, εξαρτώμαι από κπ, βασίζομαι σε κπ, εξαρτημένος, εξαρτώμαι από κπ για κτ, βασίζομαι σε κπ για κτ, εξαρτώμαι από κπ, εξαρτημένος, εξαρτώμενο μέλος, προστατευόμενο μέλος, αλληλοεξαρτώμενος, αλληλοεξαρτημένος, εξαρτημένη μεταβλητή, ινσουλινοεξαρτώμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dependant

που εξαρτάται από κτ

adjective (requiring [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Whether or not the barbecue goes ahead is dependent on the weather.
Το αν θα γίενι ή όχι το μπάρμπεκιου εξαρτάται απ' τον καιρό.

εξαρτημένος, εθισμένος

adjective (addicted to drug)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Alice has been using heroin for several months and has become dependent.
Η Άλις έκανε χρήση ηρωίνης για κάποιους μήνες και εθίστηκε.

εξαρτώμαι από κπ, βασίζομαι σε κπ

(rely on [sb])

Margaret didn't want to be dependent on her son, but she found it difficult to do things for herself now she was older.
Η Μάργκαρετ δεν ήθελε να εξαρτάται από τον γιο της, αλλά το έβρισκε δύσκολο να κάνει πράγματα για τον εαυτό της τώρα που μεγάλωσε.

εξαρτημένος

(addicted to) (από κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The patient became dependent on morphine.
Ο ασθενής κατέληξε να έχει εξάρτηση στη μορφίνη.

εξαρτώμαι από κπ για κτ, βασίζομαι σε κπ για κτ

adjective (rely on [sb] for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elderly people are often dependent on their children or carers for help with their housework and shopping.
Για βοήθεια με τις δουλειές του σπιτιού και τα ψώνια, οι ηλικιωμένοι άνθρωποι συχνά βασίζονται στα παιδιά τους ή σε φροντιστές.

εξαρτώμαι από κπ

(supported financially)

As I don't have a job, I'm dependent on my parents.
Εφόσον δεν έχω δουλειά, εξαρτώμαι απ' τους γονείς μου.

εξαρτημένος

adjective (linguistics: subordinate) (συντακτικό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
In the sentence "I walked out when the bell rang," "when the bell rang" is a dependent clause.
Στην πρόταση «Βγήκα έξω όταν χτύπησε το κουδούνι», το «όταν χτύπησε το κουδούνι» είναι δευτερεύουσα πρόταση.

εξαρτώμενο μέλος, προστατευόμενο μέλος

noun (child, etc. supported financially)

How many dependents do you claim on your tax return?
Πόσα προστατευόμενα μέλη (or: εξαρτώμενα μέλη) δηλώνεις στη φορολογική σου δήλωση;

αλληλοεξαρτώμενος

adjective (US (couple: mutually reliant)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αλληλοεξαρτημένος

noun (one of a mutually-reliant couple)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εξαρτημένη μεταβλητή

noun (math: value determined by others)

ινσουλινοεξαρτώμενος

adjective (diabetes)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
He is insulin dependent so it is vital that he injects himself, as directed by his doctor.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dependant στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.