Τι σημαίνει το desenhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης desenhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desenhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη desenhar στο πορτογαλικά σημαίνει σχεδιάζω, ζωγραφίζω, σχεδιάζω, σχεδιάζω, ζωγραφίζω, ζωγραφίζω μία εικόνα, προσαρμόζω, σχεδιάζω, ζωγραφίζω κτ με κηρομπογιές, ζωγραφίζω κτ με παστέλ, κατασκευάζω, φτιάχνω, σχεδιάζω, περιγράφω, σκιαγραφώ, ζωγραφική, περιγράφω, σκιαγραφώ, λέω με λεπτομέρειες, λέω με κάθε λεπτομέρεια, γραμμοσκιάζω, χρησιμοποιώ κηρομπογιές, χρησιμοποιώ παστέλ, σχεδιάζω, σχεδιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης desenhar

σχεδιάζω

verbo transitivo (απλές γραμμές)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O artista pegou um bloco de rascunho e começou a desenhar.
Ο ζωγράφος πήρε ένα μπλοκ και ξεκίνησε να σχεδιάζει (or: ζωγραφίζει).

ζωγραφίζω, σχεδιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu gosto de desenhar árvores nos meus livros didáticos.
Μου αρέσει να ζωγραφίζω (or: σχεδιάζω) δέντρα στα σχολικά μου βιβλία.

σχεδιάζω, ζωγραφίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela gosta de passar o tempo desenhando.

ζωγραφίζω μία εικόνα

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσαρμόζω

verbo transitivo (fazer sob medida)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A vantagem de aulas particulares é que seu professor pode desenhar o curso para você.
Το πλεονέκτημα των ατομικών μαθημάτων είναι ότι ο καθηγητής σου μπορεί να προσαρμόσει το μάθημα σε εσένα.

σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela pegou os lápis e começou a desenhar.

ζωγραφίζω κτ με κηρομπογιές, ζωγραφίζω κτ με παστέλ

verbo transitivo (com creiom, giz de cera, pastel etc.) (σχέδιο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατασκευάζω, φτιάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχεδιάζω

verbo transitivo (com tinta, caneta) (κάτι πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιγράφω, σκιαγραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζωγραφική

(atividade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O desenho é uma das minhas atividades prediletas.
Το σχέδιο είναι μια από τις αγαπημένες μου ασχολίες.

περιγράφω, σκιαγραφώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω με λεπτομέρειες, λέω με κάθε λεπτομέρεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você não pode assumir que uma criança vá compreender isso logo de cara, tem que descrever claramente.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έπρεπε να του πω με λεπτομέρειες πως ακριβώς να κάνει τη δουλειά του.

γραμμοσκιάζω

(desenhar usando linhas que se cruzam) (με κάθετες γραμμές)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρησιμοποιώ κηρομπογιές, χρησιμοποιώ παστέλ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As crianças pintaram com lápis de cera na aula de artes.
Τα παιδιά ζωγράφιζαν με κηρομπογιές στο μάθημα των καλλιτεχνικών.

σχεδιάζω

(σε γράφημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχεδιάζω

expressão verbal (arquitetura)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desenhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.