Τι σημαίνει το destacar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης destacar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του destacar στο πορτογαλικά.

Η λέξη destacar στο πορτογαλικά σημαίνει στέλνω, υπογραμμίζω, επισημαίνω, τονίζω, προβάλλω, εικονογραφώ, προβάλλω, τονίζω, τονίζω, σπάω, παρατάσσω, αναπτύσσω, βγάζω κτ έξω, τονίζω, στρατολογώ, ξεχωρίζω, διακρίνομαι, ξεχωρίζω, πετάγομαι, διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ, είμαι πρώτος, προεξέχω, προβάλλω, ξεχωρίζω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης destacar

στέλνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπογραμμίζω

verbo transitivo (με μαρκαδόρο σε κείμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela realçou a frase com seu marca-texto amarelo.
Υπογράμμισε την πρόταση με τον κίτρινο μαρκαδόρο της.

επισημαίνω, τονίζω

(δίνω έμφαση σε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Na entrevista, ela enfatizou suas experiências relevantes.
Υπογράμμισε τη σχετική προϋπηρεσία της στη συνέντευξη.

προβάλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O jornal destacou-a na primeira página.
Το περιοδικό την πρόβαλε στην πρώτη σελίδα.

εικονογραφώ

(manuscrito: decorar) (κείμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A revista destacou os 10 melhores restaurantes britânicos na edição de julho.
Το περιοδικό παρουσιάζει τα δέκα καλύτερα εστιατόρια της Βρετανίας στο τεύχος του Ιουλίου.

τονίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάω

(ενιαίο υλικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρατάσσω, αναπτύσσω

(tropas) (στρατός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O general mobilizou suas tropas.
Ο στρατηγός παρέταξε (or: ανέπτυξε) τα στρατεύματά του.

βγάζω κτ έξω

(fazer sobressair ou ganhar visibilidade)

Αν ξαναβγάλεις έξω τη γλώσσα σου, θα έρθει ένα πουλί να κουρνιάσει πάνω της.

τονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela sempre usou um delineador pesado para salientar seus olhos azuis.
Πάντα χρησιμοποιεί πολύ eyeliner για να τονίσει τα μπλε μάτια της.

στρατολογώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele foi convocado e foi lutar na Europa na Segunda Guerra Mundial.

ξεχωρίζω, διακρίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Uau, estas cores vivas realmente se destacam.
Πωπω, αυτά τα λαμπερά χρώματα ξεχωρίζουν πραγματικά.

ξεχωρίζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Απ' όλους όσους έκαναν αίτηση για τη δουλειά υπήρχε ένας υποψήφιος που πραγματικά ξεχώριζε.

πετάγομαι

(sobressair, destacar) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele não é bom em explicar, mas realmente se sobressai em matemática.
Δεν ξέρει να τα εξηγήσει καλά, αλλά πραγματικά διαπρέπει στα μαθηματικά.

είμαι πρώτος

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele se destaca na turma de estudos linguísticos.

προεξέχω, προβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As outras crianças zombam dele porque as orelhas dele são salientes.
Τα άλλα παιδιά τον κοροϊδεύουν επειδή τα αυτιά του προεξέχουν.

ξεχωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O moicano azul do rapaz chamava atenção nos escritórios da empresa.
Η μπλε μοϊκάνα του νεαρού ξεχωρίζει στο εταιρικό περιβάλλον του γραφείου.

διακρίνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este diretor destacou-se na indústria cinematográfica.
Ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης έχει διακριθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία.

είμαι ανώτερος

(exceder)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του destacar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.