Τι σημαίνει το destrozo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης destrozo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του destrozo στο ισπανικά.

Η λέξη destrozo στο ισπανικά σημαίνει καταστρέφω, σπάω, σπάζω, καταστρέφω, ασκώ σκληρή κριτική, κερδίζω, ξεσκίζω, ξεσχίζω, σαραβαλιάζω, σμπαραλιάζω, σαραβαλιάζω, δέχομαι σκληρή κριτική, διαλύω, αναλύω, καταστρέφω, σπάω, σπάζω, καταρρακώνω, συντρίβω, καταστρέφω, διαλύω, καταστρέφω, κάνω γυαλιά καρφιά, σκίζω, κριτικάρω, ασκώ κριτική, διασπώ, διαλύω, σκοτώνω, εκτελώ, χαντακώνω, θάβω, διαλύω, κατατροπώνω, γκρεμίζω, διαλύω, τα χώνω, θρυμματισμός, κατακερματισμός, θρυμμάτισμα, κομμάτιασμα, κατατροπώνω κπ σε κτ, συντρίβω, στενοχωριέμαι, καταστενοχωριέμαι, τα χώνω σε κπ για κτ, τη λέω σε κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης destrozo

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Destruyó todas sus intenciones de ir a la universidad.
Ρήμαξε κάθε ίχνος επιθυμίας που είχε να πάει στο πανεπιστήμιο.

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah destrozó la ventana para meterse en el edificio.
Η Σάρα έσπασε το παράθυρο για να μπει στο κτίριο.

καταστρέφω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus críticas destrozaron su frágil autoestima.
Τα καυστικά του σχόλια ρήμαξαν την ευαίσθητη αυτοπεποίθησή της.

ασκώ σκληρή κριτική

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los críticos destrozaron la nueva película del director.

κερδίζω

verbo transitivo (derrotar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσκίζω, ξεσχίζω

(figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαραβαλιάζω, σμπαραλιάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian tuvo un accidente y destrozó el auto.
Ο Μπράιαν είχε ένα ατύχημα και σαραβάλιασε το αυτοκίνητό του.

σαραβαλιάζω

(vehículo, accidente) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry destrozó el auto cuando lo chocó contra un árbol.
Ο Χάρι σαραβάλιασε το αυτοκίνητό του όταν έπεσε πάνω σε ένα δέντρο.

δέχομαι σκληρή κριτική

(figurado) (εγώ ο ίδιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una actuación mediocre será destrozada por los críticos.
Αν η παράσταση είναι άσχημη θα τη θάψουν οι κριτικοί.

διαλύω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Destrocé mi coche.

αναλύω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John tenía ganas de gritar cuando todo el mundo destrozó su redacción en la clase de escritura.

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tornado destruyó gran parte del pueblo.

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oliver rompió la botella tirándola contra la pared.
Ο Όλιβερ έσπασε το μπουκάλι πάνω στον τοίχο.

καταρρακώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La muerte del marido de Michelle la había envejecido y atormentado.

συντρίβω

(figurado) (νικώ κατά κράτος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nuestro ejército aplastó completamente al enemigo.
Ο στρατός μας συνέτριψε ολοσχερώς τον εχθρό. Η εκτός έδρας ομάδα κατατρόπωσε την τοπική ομάδα νικώντας την, 33-12.

καταστρέφω, διαλύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lluvia arruinó los planes de Melanie de ir de picnic.
Η βροχή κατέστρεψε τα σχέδια της Μέλανι να πάει για πικ νικ.

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El escándalo arruinó la reputación del político, nunca volvió a trabajar.
Το σκάνδαλο κατέστρεψε τη φήμη του πολιτικού· δεν εργάστηκε ποτέ ξανά.

κάνω γυαλιά καρφιά

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las estrellas de rock destruyeron la habitación del hotel.

σκίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a romper en pedazos la carta que me escribiste.
Θα σκίσω το γράμμα που μου έγραψες.

κριτικάρω, ασκώ κριτική

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La maestra hizo pedazos mi trabajo.

διασπώ, διαλύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este tema de la zonificación destruirá la comunidad.

σκοτώνω, εκτελώ

verbo transitivo (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muchos de sus admiradores creen que el director ha destruido su novela.
Πολλοί θαυμαστές της πιστεύουν πως ο σκηνοθέτης κατέστρεψε το μυθιστόρημά της.

χαντακώνω, θάβω

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los críticos pusieron a parir la nueva película del director.
Οι κριτικοί έθαψαν τη νέα ταινία του σκηνοθέτη.

διαλύω, κατατροπώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El boxeador amenazó con destruir a su contrincante.

γκρεμίζω, διαλύω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda le dijo a Nancy que tenía una voz terrible para cantar y destrozó su sueño de convertirse en una estrella del pop.

τα χώνω

(αργκό, μτφ: σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θρυμματισμός, κατακερματισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Matt causó el destrozo de la ventana al lanzar una pelota de béisbol dentro de la casa.

θρυμμάτισμα, κομμάτιασμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El destrozo de una copa es una costumbre tradicional de las bodas judías.

κατατροπώνω κπ σε κτ

(figurado)

Audrey aplastó a Tania en tenis.

συντρίβω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un diagnóstico de cáncer puede destrozar a cualquiera.
Η διάγνωση του καρκίνου μπορεί να σε συντρίψει.

στενοχωριέμαι, καταστενοχωριέμαι

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las noticias de que no había entrado al curso que quería aplastaron a Julie.
Η Τζούλι καταστενοχωρήθηκε όταν έμαθε πως δεν μπήκε στον πρόγραμμα σπουδών που επιθυμούσε.

τα χώνω σε κπ για κτ, τη λέω σε κπ για κτ

(coloquial) (αργκό, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El jefe le echó una bronca a Norma por equivocarse con el pedido.
Το αφεντικό τα έχωσε στη Νόρμα γιατί έκανε λάθος την παραγγελία.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του destrozo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.