Τι σημαίνει το desviar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης desviar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desviar στο πορτογαλικά.

Η λέξη desviar στο πορτογαλικά σημαίνει αποκρούω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, καταχρώμαι, υπεξαιρώ, κάνω ελιγμό, κάνω ελιγμό για να αποφύγω κτ, εκτρέπω, παραμερίζω, αποσυντονίζω, σταματάω, μεταφέρω χρηματικά ποσά, παρεκκλίνω από κτ, παρεκκλίνω, εκτρέπομαι, γυρνώ απότομα, κατευθύνω κπ/κτ μακριά από κτ, στρίβω, αλλάζω πορεία, εκτρέπω, εκτρέπω, ιδιοποιούμαι, καταχρώμαι, αποστρέφω, παραμερίζω, παρακάμπτω, εκτρέπω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εμποδίζω, μπλοκάρω, παίρνω κτ χωρίς να ρωτήσω πρώτα, παίρνω κτ χωρίς να ζητήσω άδεια, ελαττώνω, μειώνω, εκτοπίζω, μετατοπίζω, αποφεύγω, αποσπώ, αποφεύγω, δεν δειλιάζω μπροστά σε κτ, παρεκκλίνω, εκτρέπομαι, ξανακυλάω, ξανακυλώ, ξαναπέφτω, παρασύρω, παρεκκλίνω, ξεφεύγω, βγαίνω εκτός θέματος, απομακρύνομαι από κτ, παρεκκλίνω από κτ, ξεφεύγω από κτ, αποφεύγω, κάνω παράκαμψη, αποκλίνω, αποσπώ την προσοχή από κτ, απομακρύνομαι, περιφέρομαι, στρίβω απότομα, απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλού, αποστρέφω το βλέμμα μου, αποσπώ την προσοχή, δημιουργώ αντιπερισπασμό, αποσπώ την προσοχή, κάνω παράκαμψη, ξεφεύγω και καταλήγω, αποστρέφω το βλέμμα μου, αποκτώ, αποκομίζω, παρεκκλίνω από κτ, αποκλίνω από κτ, διοχετεύω, αποστρέφω το βλέμμα μου, σκύβω, αποστρέφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης desviar

αποκρούω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

καταχρώμαι, υπεξαιρώ

(χρηματικό ποσό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ελιγμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu desviei para não bater em um cervo.
Έκανα έναν ελιγμό για να μη χτυπήσω ένα ελάφι.

κάνω ελιγμό για να αποφύγω κτ

verbo transitivo (guiar no sentido de evitar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia desviava o trânsito enquanto desobstruía a estrada após o acidente.
Η αστυνομία εξέτρεψε την κυκλοφορία όσο καθάριζε τον δρόμο μετά το ατύχημα.

παραμερίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσυντονίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταματάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταφέρω χρηματικά ποσά

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρεκκλίνω από κτ

(την πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρεκκλίνω, εκτρέπομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρνώ απότομα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατευθύνω κπ/κτ μακριά από κτ

verbo transitivo (apontar na direção errada)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A polícia estava desviando o trânsito para longe da rua, onde estavam consertando o vazamento de gás.

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O barco desviou para estibordo.

αλλάζω πορεία

(figurado: mudar de direção) (μεταφορικά)

O governo está desviando para uma direção diferente agora.

εκτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele desviou a bola pela lateral.

εκτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ιδιοποιούμαι, καταχρώμαι

(usar desonestamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποστρέφω

verbo transitivo (olhos, olhar: desviar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu desviei meus olhos quando vi que ela estava nua.
Απομάκρυνα το βλέμμα μου όταν είδα ότι ήταν γυμνή.

παραμερίζω

verbo transitivo (figurativo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρακάμπτω

(com passo para o lado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tentou desviar do touro enfurecido ao fechar a porteira.
Προσπάθησε να εκτρέψει τον μαινόμενο ταύρο κλείνοντας την πόρτα.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbo transitivo

Desviamos nossos fundos para o pagamento de um novo telhado.

εμποδίζω, μπλοκάρω

verbo transitivo (esporte: bloqueio) (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω κτ χωρίς να ρωτήσω πρώτα, παίρνω κτ χωρίς να ζητήσω άδεια

(BRA, para si mesmo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela pegou para si materiais de escritório.
Πήρε γραφική ύλη από το γραφείο χωρίς να ζητήσει άδεια.

ελαττώνω, μειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As paredes com forte isolamento foram feitas para conter o barulho da rodovia que havia por perto.

εκτοπίζω, μετατοπίζω

verbo transitivo (líquido) (υγρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποφεύγω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A televisão no canto do restaurante ficou me distraindo.
Η τηλεόραση στη γωνία του εστιατορίου συνέχιζε να με αποσπά.

αποφεύγω

(πχ ερώτηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν δειλιάζω μπροστά σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρεκκλίνω, εκτρέπομαι

(sair do caminho)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξανακυλάω, ξανακυλώ, ξαναπέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρασύρω

verbo pronominal/reflexivo (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρεκκλίνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Márcia virou conselheira para ajudar adolescentes que se desviam.

ξεφεύγω

verbo pronominal/reflexivo (de um tópico)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O professor deveria falar sobre filosofia, mas ele fica se desviando para outros assuntos.
Ο καθηγητής υποτίθεται πως θα μιλούσε για φιλοσοφία, αλλά συνεχώς ξέφευγε και μιλούσε για άλλα θέματα.

βγαίνω εκτός θέματος

verbo pronominal/reflexivo (sair do assunto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απομακρύνομαι από κτ

verbo pronominal/reflexivo (sair de um caminho)

Fique atento para não se desviar do caminho certo.
Πρόσεξε να μην απομακρυνθείς από τον ίσιο δρόμο.

παρεκκλίνω από κτ

verbo pronominal/reflexivo (από το θέμα)

ξεφεύγω από κτ

verbo pronominal/reflexivo (figurado, fugir do assunto) (μεταφορικά)

O professor cabeça de vento frequentemente se desviava da matéria para outros assuntos.
Ο αφηρημένος καθηγητής συχνά ξέφευγε από το αντικείμενό του και το πήγαινε σε άλλα θέματα.

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os jogadores tiveram de se desviar durante uma chuva de projéteis enquanto saíam do campo.
Οι παίκτες έπρεπε να αποφύγουν τη βροχή από διάφορα αντικείμενα καθώς έφευγαν απ' το γήπεδο.

κάνω παράκαμψη

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκλίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A conversa deveria ser sobre a indústria editorial, mas em algum momento ela se desviou e acabou cobrindo uma ampla gama de tópicos.

αποσπώ την προσοχή από κτ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι μάγοι ξέρουν πώς να αποσπούν την προσοχή από αυτό που κάνουν. Η φανταχτερή συσκευασία προσπαθεί απλά να αποσπάσει την προσοχή από το κακής ποιότητας προϊόν.

απομακρύνομαι

verbo pronominal/reflexivo (apartar-se)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O garoto se afastou de casa e se perdeu.
Το νεαρό αγόρι είχε απομακρυνεί πολύ από το σπίτι και είχε χαθεί.

περιφέρομαι

(pessoa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρίβω απότομα

(mudar subitamente de direção)

απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλού

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O garotinho sobe que estava em apuros e quando a professora olhou para ele, ele desviou o olhar. Era um filme de terror e eu tinha de desviar o olhar a maior parte do tempo.
Το μικρό αγόρι ήξερε ότι είχε μπλέξει και όταν το κοίταξε ο δάσκαλος απομάκρυνε το βλέμμα του (or: κοίταξε αλλού). Ήταν ταινία τρόμου και έπρεπε να κοιτάω αλλού την περισσότερη ώρα!

αποστρέφω το βλέμμα μου

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσπώ την προσοχή

expressão (κάποιου από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημιουργώ αντιπερισπασμό

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποσπώ την προσοχή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O discurso do primeiro ministro sobre imigração foi uma tentativa de desviar a atenção de outros problemas mais sérios.

κάνω παράκαμψη

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεφεύγω και καταλήγω

(figurado, conversa: mudar de assunto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αρχίσαμε να συζητάμε για πολιτικά αλλά κάπως ξεφύγαμε και καταλήξαμε να μιλάμε πάλι για τη θρησκεία.

αποστρέφω το βλέμμα μου

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκτώ, αποκομίζω

(κέρδος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρεκκλίνω από κτ, αποκλίνω από κτ

διοχετεύω

locução verbal (apropriar-se indevidamente) (μεταφορικά: με δόλιο τρόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποστρέφω το βλέμμα μου

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκύβω

verbo pronominal/reflexivo (κεφάλι, για αποφυγή χτυπήματος)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ele desviou para o lado quando a bola veio voando em sua direção.
Έσκυψε στο πλάι, όταν ήρθε καταπάνω του η μπάλα.

αποστρέφω

expressão verbal (βλέμμα/πρόσωπο/κεφάλι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As testemunhas tiveram que desviar o olhar da cena macabra.
Οι μάρτυρες αναγκάστηκαν να αποστρέψουν το πρόσωπό τους από το φρικιαστικό θέαμα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desviar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.