Τι σημαίνει το sair στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sair στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sair στο πορτογαλικά.

Η λέξη sair στο πορτογαλικά σημαίνει το έξω, φεύγω από κτ, φεύγω, αναχωρώ, αποβιβάζομαι, φεύγω, φεύγω, απομακρύνομαι, φεύγω, ξεκινώ, φεύγω, φεύγω, αφήνω, παρατώ, βγαίνω, βγαίνω, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, βγαίνω έξω, προβάλλω, ξεπροβάλλω, φεύγω διακριτικά, ξεγλιστράω, βγαίνω, βγαίνω μαζί, ξεκινάω, ξεκινώ, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, βγαίνω, βγαίνω, αποσυνδέομαι, φεύγω, βγαίνω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, ξεπετάγομαι από κτ, κόβω, βγαίνω, δημοσιεύομαι, πάω πάσο, έξω από, βγαίνω από κτ, στρίβε, πωλούμαι, βγαίνω, βγαίνω για σεργιάνι, βγαίνω, φεύγω, φεύγω, βλέπομαι, βρίσκομαι, πέφτω, κατρακυλώ, μετακομίζω, παρεκκλίνω από κτ, αποσύρομαι από κτ, απομακρύνομαι, φεύγω, φεύγω, ξεπαρκάρω, αναχωρώ για κτ, αποσύρομαι από κτ, παραιτούμαι από κτ, εκτοξεύομαι, φεύγω, κουνιέμαι, κινούμαι, νικώ, υπερνικώ, τρέχω, παραιτούμαι, το σκάω, το βάζω στα πόδια, απομακρύνομαι, κωλώνω, εκκολάπτομαι, πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμα, επωάζομαι, λύνω τους ζυγούς, την κάνω, αποδίδω, τρέχω, σκίζω, που μόλις κυκλοφόρησε, εκτός ελέγχου, μεταφορά χρημάτων μεταξύ λογαριασμών, μέθοδος αποτίμησης FIFO, σε σύγκρουση, φεύγω, βγαίνω εκτός ελέγχου, φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση, παίρνω άδεια, βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα, βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα, φεύγω από το σπίτι μου, φεύγω από το πατρικό μου, πλακώνομαι με κπ, δεν αλλάζω γνώμη, πάω καλά, τα καταφέρνω, τσακώνομαι, έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια, σηκώνομαι από το κρεβάτι, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό, αλλάζω κατεύθυνση, το σκάω από κτ, βγαίνω από κτ, πάω διακοπές, βγαίνω, αφήνω κπ να τη γλιτώσει, καταφέρνω, τα καταφέρνω, πάω διακοπές, φεύγω τρέχοντας από κτ, τυγχάνω αδιαφορίας, ανακοινώνω πως είμαι γκέι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sair

το έξω

verto intransitivo (de casa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φεύγω από κτ

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John está aqui? Não, ele já saiu.
Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει.

αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este trem sempre sai na hora.
Το τρένο αυτό φεύγει πάντα στην ώρα του.

αποβιβάζομαι

(do trem)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Margô disse ao filho para parar de perturbar e sair.
Η Μάργκο είπε στον γιο της να σταματήσει να την ενοχλεί και να φύγει.

φεύγω

(a pé) (περπατώντας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνομαι, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O alarme de incêndio soou e todos tiveram de sair.
Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο.

ξεκινώ, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos ter que sair muito cedo para evitar o trânsito da hora do rush.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής.

φεύγω, αφήνω, παρατώ

(figurado, trabalho)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω

verto intransitivo (encontro amoroso)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω έξω

Você pediu a sua mãe se podia sair para brincar?
Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις;

προβάλλω, ξεπροβάλλω

(informal, projetar ou ficar protuberante)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η κοιλιά του ξεπρόβαλε από την μπλούζα του, τα κουμπιά είχαν ανοίξει.

φεύγω διακριτικά, ξεγλιστράω

(ir embora rápida e quietamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω

(για διασκέδαση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω μαζί

verto intransitivo (passear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ

(ένα ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Naquela manhã, nós partimos para nossa viagem para a Califórnia.
Εκείνο το πρωί αναχωρήσαμε για το ταξίδι μας στην Καλιφόρνια.

αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ

É bacana sair de Londres de vez em quando.

βγαίνω

(de estrada) (από τον δρόμο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω

(a pé)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela saiu do apartamento, com as chaves na mão. Em vez de gritar, ela decidiu sair do escritório em silêncio.
Βγήκε από το διαμέρισμα με τα κλειδιά στο χέρι. Αντί να φωνάζει αποφάσισε να βγει από το γραφείο σιωπηλά.

αποσυνδέομαι

(informática) (από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando terminar de fazer compras, você devia sair do site.
Όταν τελειώσεις με τα ψώνια πρέπει να βγεις από την ιστοσελίδα.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω, δημοσιεύομαι

(για βιβλία, ταινίες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O novo romance dele saiu nesse outono.
Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπετάγομαι από κτ

O pintinho finalmente saiu do ovo.
Το κλωσσόπουλο βγήκε επιτέλους από το αυγό του.

κόβω

(informal: droga, parar de usar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dave saiu do vício em heroína dois anos atrás e tem estado limpo desde então.
Ο Ντέιβ έκοψε την ηρωίνη πριν από δύο χρόνια και από τότε είναι καθαρός.

βγαίνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δημοσιεύομαι

(για γεγονότα, ειδήσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se saírem notícias do caso, ela estará arruinada.
Αν δημοσιευτούν ειδήσεις για τον ερωτικό δεσμό, θα καταστραφεί.

πάω πάσο

(pôquer: sair da rodada)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard decidiu sair da rodada em vez de arriscar todo seu dinheiro.
Ο Ρίτσαρντ αποφάσισε να πάει πάσο παρά να ρισκάρει όλα του τα χρήματα.

έξω από

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela saiu da casa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Βγήκε έξω από το σπίτι.

βγαίνω από κτ

(ser emitido)

A fumaça saía da chaminé.
Καπνός βγήκε από την καμινάδα.

στρίβε

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sai! Seu burro.

πωλούμαι

(ser vendido) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O livro raro sairá rapidamente para leilão.

βγαίνω

(em certo estado ou dimensão) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As peras estão saindo pouco nesta temporada.
Τα ροδάκινα βγήκαν μικρά φέτος.

βγαίνω για σεργιάνι

(pessoas: sair) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω

verbo transitivo (από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel disse ao chefe o que achava dele e saiu da sala.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

(transporte: pôr-se a caminho)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando o ônibus parte?

βλέπομαι, βρίσκομαι

verbo transitivo (encontro, namoro) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Temos saído juntos há três semanas.
Βλεπόμαστε εδώ και τρεις εβδομάδες.

πέφτω, κατρακυλώ

(informal, sair)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Embora eu me dê bem com meus pais, eu mal podia esperar para me mudar.
Παρόλο που τα πήγαινα καλά με τους γονείς μου, ανυπομονούσα να μετακομίσω.

παρεκκλίνω από κτ

(την πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσύρομαι από κτ

As tropas se retiraram da região.
Τα στρατεύματα αποσύρθηκαν από την περιοχή.

απομακρύνομαι, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το περιπολικό απομακρύνθηκε αθόρυβα από τη γειτονιά.

φεύγω, ξεπαρκάρω

(veículo: mover-se, sair) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναχωρώ για κτ

(για ένα ταξίδι)

αποσύρομαι από κτ

A lesão do jogador o forçou a retirar-se da competição.
Ο τραυματισμός του παίκτη τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον αγώνα.

παραιτούμαι από κτ

(emprego)

Alice decidiu largar o emprego dela, já que ela não aguenta o chefe.
Η Άλις αποφάσισε να παραιτηθεί (or: να φύγει) από τη δουλειά της, καθώς δεν μπορεί να αντέξει το αφεντικό.

εκτοξεύομαι

(figurado, disparo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Uma rajada de balas voou de sua pistola.

φεύγω

(gíria)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Acabamos aqui. Vamos partir.

κουνιέμαι, κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu não consigo fazer a pedra se mexer nem um pouquinho!
Δεν μπορώ να κάνω την πέτρα να μετακινηθεί ούτε λιγάκι!

νικώ, υπερνικώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu o vi correndo pela rua essa manhã tentando não perder o ônibus.
Σε είδα να τρέχεις στον δρόμο σήμερα το πρωί για να μη χάσεις το λεωφορείο σου.

παραιτούμαι

(sair de, deixar: um emprego)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Παραιτήθηκε από τη δουλειά του για χάρη του γιου του.

το σκάω, το βάζω στα πόδια

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vi o intruso fugir assim que ele ouviu o alarme.
Είδα τον εισβολέα να το σκάει, αμέσως μόλις άκουσε τον συναγερμό.

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο αστυνόμος μας είπε να απομακρυνθούμε από το όχημα. Απομακρυνθείτε γρήγορα από εκείνον τον κροταλία. Είναι έτοιμος να επιτεθεί.

κωλώνω

(evitar o envolvimento de forma covarde) (αργκό, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εκκολάπτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμα

(informal, gastar energia sem progredir) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nós estamos patinhando até que a taxa do Euro/Dólar aumente. Eu só estou patinhando agora porque não sei como progredir.
Προσπαθούμε μέχρι να βελτιωθεί η ισοτιμία Ευρώ - Λίρας. Απλά προσπαθώ γιατί δεν ξέρω πως να κάνω πρόοδο.

επωάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λύνω τους ζυγούς

(militar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Depois da inspeção, os soldados receberam ordem para debandar.
Μετά από την επιθεώρηση οι στρατιώτες διατάχθηκαν να λύσουν τους ζυγούς.

την κάνω

(gíria: sair rapidamente) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando as pessoas da festa ouviram que a polícia estava chegando, muitos vazaram.
Πολλοί από όσους ήταν στο πάρτι την έκαναν, όταν άκουσαν ότι έρχεται η αστυνομία.

αποδίδω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nosso carro novo se sai bem nestas estradas montanhosas sinuosas.

τρέχω

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκίζω

(BRA: informal) (αργκό, μτφ: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
José detonou na prova.
Παρά τη δυσκολία του διαγωνίσματος, η Μαίρη έσκισε.

που μόλις κυκλοφόρησε

(recém-publicado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Υπάρχει ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε και καλύπτει αναλυτικά το θέμα. Το καινούριο βιβλίο του συγγραφέα που μόλις κυκλοφόρησε είναι χαρτόδετο.

εκτός ελέγχου

expressão

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μεταφορά χρημάτων μεταξύ λογαριασμών

(sair de uma estrada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέθοδος αποτίμησης FIFO

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σε σύγκρουση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

φεύγω

(BRA, expressão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se a gente não sair logo, vamos nos atrasar.
Αν δεν την κάνουμε σύντομα, θα καθυστερήσουμε.

βγαίνω εκτός ελέγχου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω άδεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O soldado sairá de licença na próxima semana para visitar sua família.

βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esse traje de três peças já tinha saído de moda no começo dos 90.

βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Camisas havaianas saíram de estilo depois dos anos 60.

φεύγω από το σπίτι μου, φεύγω από το πατρικό μου

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλακώνομαι με κπ

(informal) (αργκό)

δεν αλλάζω γνώμη

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω καλά

expressão (informal)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Η Άννυ ήλπιζε να πάει καλά η εργασία για να πάρει καλό βαθμό.

τα καταφέρνω

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Νομίζω πως είναι αρκετά έξυπνος για να ξεπεράσει την αναπηρία του και να τα καταφέρει.

τσακώνομαι

expressão verbal (informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια

(informal, gíria)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Antes do fim da noite, o noivo e o ex-namorado dela saíram na porrada.
Πριν τελειώσει η βραδιά, ο αρραβωνιαστικός της και ο πρώην της πιάστηκαν στα χέρια.

σηκώνομαι από το κρεβάτι

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω ταξίδι, ταξιδεύω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό

expressão verbal (almoçar em restaurante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλλάζω κατεύθυνση

(tomar rumo diferente)

το σκάω από κτ

(ir embora secretamente) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω από κτ

(κυριολεκτικά)

πάω διακοπές

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω

(sair com alguém romanticamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quer ir a um encontro nessa sexta-feira à noite? Eu te busco às oito.
Θέλεις να βγούμε το βράδυ της Παρασκευής; Θα περάσω να σε πάρω στις οκτώ.

αφήνω κπ να τη γλιτώσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταφέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα καταφέρνω

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω διακοπές

(aproveitar um feriado, ter tempo livre) (φεύγω από το σπίτι μου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω τρέχοντας από κτ

locução verbal (informal, sair com pressa) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τυγχάνω αδιαφορίας

expressão verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suzana preocupava-se de o seu conselho entrar por um ouvido e sair pelo outro.

ανακοινώνω πως είμαι γκέι

expressão verbal (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sair στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του sair

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.