Τι σημαίνει το diminuir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης diminuir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diminuir στο πορτογαλικά.

Η λέξη diminuir στο πορτογαλικά σημαίνει μειώνω, ελαττώνομαι, μειώνομαι, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, σμικρύνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, καταντώ κπ να κάνει κτ, βράζω κτ μέχρι να μείνει..., απλοποιώ, υποβιβάζω κτ σε κτ, υποβαθμίζω κτ σε κτ, συμπυκνώνω κτ σε κτ, υποβιβάζω κτ/κπ σε κτ, υποβαθμίζω κτ/κπ σε κτ, υποχωρώ, μειώνομαι, ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω σταδιακά, αργοσβήνω, σβήνω, θαμπώνω, ξεθωριάζω, ελαφραίνω, χαλάω, ρίχνω, μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, υποχωρώ, καταλαγιάζω, σκάβω κάτω από κτ, μειώνομαι, ελαττώνομαι, πέφτω, εξανεμίζομαι, ξεθωριάζω, σβήνω, στερώ, χαμηλώνω, μειώνω, χαμηλώνω, χαλάω, ρίχνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, μικραίνω, αραιώνω, σβήνω, καταλαγιάζω, μειώνομαι, σβήνω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, κατακρίνω, αποδοκιμάζω, στενεύω, κατεβαίνω, μετριάζω, αποδεκατίζω, χαμηλώνω, χαμηλώνω, μειώνω, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, περιορίζω, μικραίνω, κόβομαι, υποχωρώ, μειώνω, ελαττώνω, μικραίνω, περιορίζω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, μειώνω, κονταίνω, μειώνω, περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω, πέφτω, χαμηλώνω, καταπραϋνω, βλάπτω, πέφτω, περικόπτω, μειώνω τη σημασία, μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμα, χαμηλώνω την θερμοκρασία, μειώνομαι, επιβραδύνω, κόβω ταχύτητα, μετριάζω, απαλύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης diminuir

μειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελαττώνομαι, μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O vento diminuiu e o mar se acalmou.
Ο αέρας κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε.

μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agora que Trevor perdeu seu emprego, ele precisa reduzir suas saídas mensais.
Τώρα που ο Τρέβορ έχασε τη δουλειά του, πρέπει να περιορίσει τα μηνιαία έξοδά του.

μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ

Ao estender o prazo de sua hipoteca, Jane reduziu seus pagamentos mensais para 400 libras.
Παρατείνοντας τη χρονική περίοδο αποπληρωμής του δανείου, η Τζέιν μείωσε (or: ελάττωσε) τη μηνιαία δόση της σε 400 λίρες.

μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ

μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A fábrica precisou reduzir seu pessoal em virtude da falta de demanda pelo seu produto.
Το εργοστάσιο έπρεπε να μειώσει (or: ελαττώσει) το προσωπικό του εξαιτίας της έλλειψης ζήτησης για τα προϊόντα του.

μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ

Ian está parando de fumar e reduziu para três a quantidade de cigarros que fuma por dia.
Ο Ίαν θα κόψει το κάπνισμα και έχει μειώσει (or: ελαττώσει) τον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζει σε τρία την ημέρα.

σμικρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Preciso reduzir este pôster A3 de modo que ele caiba numa folha A4.
Θα πρέπει να κάνω σμίκρυνση σε αυτή την αφίσα Α3 για να χωρέσει σε χαρτί Α4.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O número de visitantes a esta cidade diminuiu nos últimos anos.

καταντώ κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βράζω κτ μέχρι να μείνει...

(πχ μισό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απλοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποβιβάζω κτ σε κτ, υποβαθμίζω κτ σε κτ

συμπυκνώνω κτ σε κτ

υποβιβάζω κτ/κπ σε κτ, υποβαθμίζω κτ/κπ σε κτ

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os golfistas aguardaram do lado de dentro que a tempestade diminuísse.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λιγοστεύω σταδιακά

verbo transitivo (diminuir gradativamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο αριθμός των ασθενών από γρίπη θα λιγοστέψει σταδιακά την άνοιξη.

αργοσβήνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σβήνω, θαμπώνω, ξεθωριάζω

(memória) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ελαφραίνω

(carga, fardo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλάω, ρίχνω

(ηθικό, κέφι, διάθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nem esse mau tempo pode diminuir meu entusiasmo pela corrida.
Ούτε καν αυτή η κακοκαιρία μπορεί να μειώσει τον ενθουσιασμό μου για το τρέξιμο.

μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não consegui dar nenhuma desculpa que diminuísse a raiva do diretor.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O consumo de água precisa diminuir se queremos evitar uma seca.
Η κατανάλωση νερού πρέπει να μειωθεί (or: ελαττωθεί) για να αποφύγουμε την ανομβρία.

υποχωρώ, καταλαγιάζω

(emoções,problemas: diminuir) (συναισθήματα, προβλήματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Um ano depois da morte dela, o sofrimento dele começou a diminuir.
Ένα χρόνο μετά το θάνατό της, ο πόνος του έχει αρχίσει να υποχωρεί.

σκάβω κάτω από κτ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As vendas de computadores de mesa têm caído nos últimos anos porque a maioria das pessoas preferem laptops.
Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς.

πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A popularidade do presidente tem diminuído por meses.
Η δημοτικότητα του προέδρου πέφτει εδώ και μήνες.

εξανεμίζομαι, ξεθωριάζω, σβήνω

(μεταφορικά, λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As esperanças estão diminuindo para o retorno seguro dos marinheiros desaparecidos.

στερώ

(κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta recessão está realmente diminuindo meu estilo de vida de luxo!

χαμηλώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deve diminuir suas expectativas, baseado na sua falta de sucesso até agora.
Θα πρέπει να χαμηλώσεις τις προσδοκίες σου με βάση τις μέχρι τώρα αποτυχίες σου.

μειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deve diminuir seu nível emocional nesta escrita.
Θα πρέπει να μειώσεις τη συναισθηματική φόρτιση σ' αυτό το κείμενο.

χαμηλώνω

verbo transitivo (música)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode diminuir o tom soltando as cordas da guitarra.
Μπορείς να χαμηλώσεις τον τόνο χαλαρώνοντας τις χορδές της κιθάρας.

χαλάω, ρίχνω

(ηθικό, κέφι, διάθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A chuva fria diminuiu o entusiasmo de todos por uma caminhada.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A chuva diminuiu depois de alguns minutos, então Tom resolveu ir a pé para casa.
Η βροχή ελαττώθηκε μετά από μερικά λεπτά και έτσι ο Τομ αποφάσισε να περπατήσει σπίτι.

λιγοστεύω, μικραίνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As chances de chegarmos antes que a chuva comece estão diminuindo.
Οι πιθανότητες να φτάσουμε πριν ξεκινήσει η βροχή λιγοστεύουν.

αραιώνω

(dissipar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σβήνω, καταλαγιάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A gritaria diminuiu quando o roqueiro começou a cantar.
Οι φωνές καταλάγιασαν όταν ο αστέρας της ροκ ξεκίνησε να τραγουδά.

μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As vendas diminuíram muito depois da crise do crédito.
Οι πωλήσεις έχουν μειωθεί δραματικά από την έναρξη της πιστωτικής κρίσης.

σβήνω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατακρίνω, αποδοκιμάζω

verbo transitivo (fazer pouco de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στενεύω

(roupa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A saia afinava abaixo do joelho.
Η φούστα στένευε και έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο.

κατεβαίνω

(números) (αριθμοί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Taxas de infecção pelo HIV finalmente começaram a diminuir.

μετριάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chefe de George moderou sua avaliação negativa com alguns comentários positivos. A atração de Karen por Brian foi diminuída devido ao seu conhecimento de seu passado criminoso.
Το αφεντικό του Τζορτζ μετρίασε την αρνητική αξιολόγησή του με μερικά θετικά σχόλια.

αποδεκατίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαμηλώνω

verbo transitivo (luz)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Na esperança de uma noite romântica, Helen diminuiu as luzes.
Ελπίζοντας σε μια ρομαντική βραδιά, η Έλεν χαμήλωσε τα φώτα.

χαμηλώνω

(luz)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As luzes no teatro diminuíram quando a cortina se abriu.
Τα φώτα στο θέατρο χαμήλωσαν καθώς άνοιξε η αυλαία.

μειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os comentários do político tentavam rebaixar seu oponente.

περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιορίζω, μικραίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβομαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peter tomou os remédios e esperou a dor aliviar-se.
Ο Πέτρος πήρε τα χάπια και περίμενε να υποχωρήσει ο πόνος.

μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa reduziu seu orçamento para treinamento.
Η εταιρεία μείωσε τον προϋπολογισμό της για την εκπαίδευση.

μικραίνω, περιορίζω

(figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os lucros caíram, então vamos ter que enxugar o orçamento para o próximo ano.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O interesse nessa matéria está diminuindo, então a universidade vai cancelar o curso no próximo ano.
Το ενδιαφέρον γι' αυτό το αντικείμενο έχει μειωθεί (or: έχει ελαττωθεί) κι ως εκ τούτου το πανεπιστήμιο θα ακυρώσει το συγκεκριμένο μάθημα την επόμενη χρονιά.

μειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós estamos gastando muito, precisamos reduzir (or: diminuir).
Ξοδεύουμε πάρα πολλά. Πρέπει να μειώσουμε τα έξοδα.

κονταίνω

verbo transitivo (cumprimento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω

verbo transitivo (σταδιακά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω

(reduz força de trabalho) (εργατικό δυναμικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os preços diminuíram nesta loja.
Οι τιμές έχουν πέσει σ' αυτό το μαγαζί.

χαμηλώνω

verbo transitivo (volume, som)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abaixa (or: diminui) o volume do rádio, por favor!
Χαμήλωσε τον ήχο στο ράδιο, σε παρακαλώ!

καταπραϋνω

verbo transitivo (aliviar: dor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλάπτω

verbo transitivo (reduzir chances de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os comentários de Bob sobre o desemprego prejudicaram as chances dele ser reeleito.
Τα σχόλια του Μπομπ για την ανεργία έχουν μειώσει τις πιθανότητές του να επανεκλεγεί.

πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O nível da água vai baixar (or: diminuir) com a maré baixa.
Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης.

περικόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chefe de Harry reduziu seu pagamento para cobrir o custo do erro cometido por ela.
Το αφεντικό του Χάρυ έκοψε την αμοιβή του ώστε να καλύψει το κόστος του λάθους του.

μειώνω τη σημασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλώνω την θερμοκρασία

(tornar mais frio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιβραδύνω, κόβω ταχύτητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele diminuiu a velocidade quando chegou ao cruzamento.
Έκοψε ταχύτητα όταν έφτασε στη διασταύρωση.

μετριάζω, απαλύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έκανα πιο απαλά τα χρώματα στις φωτογραφίες επειδή ήταν πολύ φωτεινές.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diminuir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.