Τι σημαίνει το quebrar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης quebrar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quebrar στο πορτογαλικά.
Η λέξη quebrar στο πορτογαλικά σημαίνει χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, χαλάω, χαλώ, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, σπάω, πλαταγίζω, υπαναχωρώ από κτ, σπάω, σπάζω, σπάω, σπάω, παραβιάζω, παραβαίνω, χαλάω, καταστρέφω, αθετώ, σπάω, σπάζω, καταρρέω, σπάω, γονατίζω, σπάω, σπάζω, κάνω κπ/κτ να φαλιρίσει, σπάω, σπάζω, σπάζω, σπάω, ανοίγω, σπάω, κόβω, χαλάω, ανακόπτω, σπάω, θέτω εκτός λειτουργίας, σπάω, διαλύω, διαλύω, παραβιάζω, σπάζω, σπάω, προκαλώ κάταγμα σε κπ/κτ, σπάω κτ από κτ, ραγίζω, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, σπάω, διαλύομαι, σχίζομαι, σπάω, σπάζω, σαραβαλιάζω, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, που σπάει τον πάγο, σπάζω τον πάγο, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, τινάζω τη μπάνκα στον αέρα, σπάω το ρεκόρ, σπάω το φράγμα του ήχου, λύνω τα μάγια, παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού, ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω, σπάνε τα νύχια μου, φεύγω από την πεπατημένη, σπάω τους κανόνες, σπάω το κεφάλι μου για να θυμηθώ κτ, ελαφραίνω την ατμόσφαιρα, αποσυντονίζω, κόβω τις γέφυρες, χτυπάω δυνατά, παίζω δυνατά, ξετινάζω, λύνω τα μάγια, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, δυσκολεύομαι να κάνω κτ, σπάω το ρεκόρ, αθετώ υπόσχεση, μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, σπάω το κεφάλι μου, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, σπάω, σπάω το κεφάλι μου για κτ, σπάω, σπάζω, σπάω, σπάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης quebrar
χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω(entrar em falência) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαλάω, χαλώ(BRA) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O carro quebrou a caminho de casa. Στο δρόμο για το σπίτι χάλασε το αυτοκίνητο. |
χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω(comércio: falir) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σπάωverbo transitivo (κομματιάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se vocês jogarem bola dentro de casa, vão quebrar alguma coisa. Αν παίξεις μπάλα μέσα στο σπίτι, θα σπάσεις κάτι. |
πλαταγίζω(água) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υπαναχωρώ από κτ(promessa) |
σπάω, σπάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary estava segurando um galho nas mãos e o quebrou. Η Μαίρη κρατούσε ένα κλαδάκι στα χέρια της και το έσπασε. |
σπάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kate deixou cair a tigela, e ela quebrou em dois pedaços. Η Κέιτ έριξε το μπολ κι αυτό έσπασε σε δύο κομμάτια. |
σπάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A janela quebrou, e agora tem vidro por todo o chão. Έσπασε το παράθυρο και τώρα το πάτωμα είναι γεμάτο γυαλιά. |
παραβιάζω, παραβαίνωverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A empresa processou George por quebrar o contrato. |
χαλάω, καταστρέφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Randy já quebrou seu telefone novo. Ο Ράντι χάλασε (or: κατέστρεψε) ήδη το νέο του τηλέφωνο. |
αθετώlocução verbal (promessa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπάω, σπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quebre os biscoitos em pedaços pequenos e coloque-os em um processador de alimentos. Σπάσε τα μπισκότα σε μικρά κομμάτια και βάλ' τα στο μούλτι. |
καταρρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O mercado de ações quebrou em 1929. |
σπάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nosso time quebrou o recorde de número de vitórias. |
γονατίζω(μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os jogadores profissionais quebraram a casa. |
σπάω, σπάζωverbo transitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κπ/κτ να φαλιρίσειverbo transitivo (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A economia ruim quebrou muitos novos negócios. |
σπάω, σπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele quebrou (or: romper) o quadro ao pisar nele. Με το που πάτησε τη σανίδα, την άνοιξε στα δύο. |
σπάζω, σπάω, ανοίγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπάω, κόβωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O time da casa interrompeu a fase vitoriosa dos campeões. Οι γηπεδούχοι έσπασαν το νικηφόρο σερί των πρωταθλητών. |
χαλάω(σταματάω να δουλεύω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nosso velho televisor finalmente quebrou. Η παλιά μας τηλεόραση τελικά χάλασε. |
ανακόπτω(τη δύναμη, τη φόρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O movimento de bloqueio do boxeador abrandou a força do golpe de seu adversário. |
σπάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele quebrou o vaso contra a parede. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο αέρας που φύσηξε κομμάτιασε το μικρό γυάλινο διακοσμητικό στην αυλή. |
θέτω εκτός λειτουργίας(provocar defeito ou interrupção) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Πιάστηκαν τσούχτρες στον αγωγό και έθεσαν την αντλία εκτός λειτουργίας. |
σπάω, διαλύω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ένας βάνδαλος έσπασε το παρμπρίζ μου. Ο νταής είπε ότι θα της σπάσει τα μούτρα αν το πει σε κανέναν. |
διαλύω(destruir, quebrar em pedaços) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραβιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπάζω, σπάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προκαλώ κάταγμα σε κπ/κτ(quebrar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπάω κτ από κτ
|
ραγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jenny rachou a cabeça na mesa quando caiu. Η Τζένη έσπασε το κεφάλι της στο τραπέζι καθώς έπεφτε. |
αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπάω(μτφ: συμβόλαιο, συμφωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O ator quer romper o contrato. |
διαλύομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σχίζομαι, σπάω, σπάζω(separar, quebrar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O quadro velho partiu-se ao meio quando pisei nele. Με το που την πάτησα, η παλιά σανίδα άνοιξε στη μέση. |
σαραβαλιάζωverbo pronominal/reflexivo (machucar-se) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
με ιλιγγιώδη ταχύτηταlocução adjetiva (perigosamente rápido) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
που σπάει τον πάγοexpressão (μεταφορικά: κουβέντα, ατάκα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Την πρώτη μέρα στη δουλειά, αναφερθήκαμε σε κάποια θέματα που σπάνε τον πάγο για να γνωριστούμε. |
σπάζω τον πάγοlocução verbal (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν κρατάω την υπόσχεσή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Não acredito que você, meu próprio irmão, vai voltar atrás na promessa de me emprestar dinheiro. |
τινάζω τη μπάνκα στον αέραlocução verbal (jogo) |
σπάω το ρεκόρ
|
σπάω το φράγμα του ήχουexpressão verbal Quando um avião quebra a barreira do som, produz um estrondo sônico que soa como uma explosão. |
λύνω τα μάγιαlocução verbal (figurado) |
παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού(BRA) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chris acabou paralisado depois de quebrar o pescoço em um acidente de motocicleta. |
ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάωexpressão (informal, gíria) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Para celebrar a vitória deles, o time inteiro de futebol saiu para botar pra quebrar. Για να γιορτάσουν τη νίκη τους, ολόκληρη η ποδοσφαιρική ομάδα βγήκε να ξεφαντώσει. |
σπάνε τα νύχια μουexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φεύγω από την πεπατημένηexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σπάω τους κανόνεςexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σπάω το κεφάλι μου για να θυμηθώ κτexpressão verbal (tentar lembrar) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελαφραίνω την ατμόσφαιραexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποσυντονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω τις γέφυρες(figurado) (μεταφορικά) |
χτυπάω δυνατά, παίζω δυνατά(tocar instrumento musical alto) |
ξετινάζωlocução verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λύνω τα μάγιαlocução verbal |
γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δυσκολεύομαι να κάνω κτexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπάω το ρεκόρ(για κτ ή με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αθετώ υπόσχεσηexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kyle deveria nos levar para a festa, mas ele quebrou a promessa. |
μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ
|
σπάω το κεφάλι μουlocução verbal (tentar resolver ou compreender) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ
|
σπάω(έμφαση στο σπάσιμο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σπάω το κεφάλι μου για κτexpressão verbal (informal, figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Anita se perdeu em pensamentos, quebrando a cabeça sobre como contar a seu chefe que ela tinha cometido um grande erro. |
σπάω, σπάζωexpressão verbal (tênis) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O desafiante quebrou o saque do oponente. |
σπάω, σπάζωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele quebrou a rocha cuidadosamente com a picareta para remover o fóssil. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quebrar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του quebrar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.