Τι σημαίνει το dono στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dono στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dono στο πορτογαλικά.

Η λέξη dono στο πορτογαλικά σημαίνει ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτρια, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτρια, αφεντικό, ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας, κτηματίας, γαιοκτήμονας, διευθυντής, διευθύντρια, πιασμένος, πανδοχέας, αδέσποτος, ιδιοκτήτης οικίας, πανδοχέας, ξενοδόχος, εστιάτορας, δικαιούχος πλήρους κυριότητας, άντρας που ασχολείται με το σπίτι, άντρας που έχει αναλάβει το νοικοκυριό., ο καλύτερος, ο κορυφαίος, κάποιος που νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του, κάποιος που νομίζει ότι ο δρόμος του ανήκει, ιδιοκτήτης σκύλου, ιδιοκτήτης συνεργείου αυτοκινήτων, πρώτος και καλύτερος, βασιλιάς, αρχηγός, κύριος και αφέντης, κύριος των δεδομένων, προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια, ιδιοκτήτης καταστήματος, ιδιοκτήτρια καταστήματος, το να προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει, μεταλλουργός, προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει, αλλάζω ιδιοκτήτη, χωρίς ιδιοκτήτη, προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια, αλλάζω ιδιοκτήτη, του ιδιοκτήτη, ιδιοκατοίκησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dono

ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτρια

substantivo masculino (com direitos legais sobre algo)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Quem é o dono daquele carro?
Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης αυτού του αυτοκινήτου;

ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτρια

substantivo masculino (negócio: proprietário)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Somente o dono da empresa pode tomar decisões sobre contratação.
Μόνο ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης μπορεί να αποφασίζει για τις προσλήψεις.

αφεντικό

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O cachorro veio correndo ao som da voz do dono.
Ο σκύλος έτρεξε μόλις άκουσε τη φωνή του αφεντικού του.

ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας

(alguém que possui um prédio ou terreno)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κτηματίας, γαιοκτήμονας

(que possui terras)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής, διευθύντρια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

πιασμένος

(estar em uma relação) (μεταφορικά, καθομ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Robert chamou sua nova colega para sair, mas ela disse que era comprometida.
Ο Ρόμπερτ ζήτησε από την καινούρια του συνάδελφο να βγουν αλλά εκείνη του είπε ότι ήταν δεσμευμένη.

πανδοχέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αδέσποτος

locução adjetiva (animal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ιδιοκτήτης οικίας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πανδοχέας, ξενοδόχος

(ΗΒ, ιστορικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εστιάτορας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δικαιούχος πλήρους κυριότητας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άντρας που ασχολείται με το σπίτι, άντρας που έχει αναλάβει το νοικοκυριό.

(marido que fica em casa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο καλύτερος, ο κορυφαίος

(figurado)

κάποιος που νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του, κάποιος που νομίζει ότι ο δρόμος του ανήκει

(motorista: não fica na faixa; figurado) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αυτό το φορτηγό δε λέει με τίποτα να μπει τη σωστή λωρίδα. Ο οδηγός νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του.

ιδιοκτήτης σκύλου

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Οι ιδιοκτήτες των σκύλων καλούνται να μην αφήνουν τα ζώα τους να βρομίζουν το πάρκο.

ιδιοκτήτης συνεργείου αυτοκινήτων

(mecânico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρώτος και καλύτερος, βασιλιάς, αρχηγός

(figurativo - pessoa poderosa) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κύριος και αφέντης

(chefe, poderoso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κύριος των δεδομένων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια

(proprietário formal ou mantenedor)

ιδιοκτήτης καταστήματος, ιδιοκτήτρια καταστήματος

(proprietário de loja)

το να προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταλλουργός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλάζω ιδιοκτήτη

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίς ιδιοκτήτη

locução adjetiva (propriedade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια

(pessoa a quem algo pertenceu anteriormente)

αλλάζω ιδιοκτήτη

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

του ιδιοκτήτη

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Τιμ επιθεώρησε τα κτήματά του με τον αέρα του ιδιοκτήτη.

ιδιοκατοίκησης

locução adjetiva (propriedade) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dono στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.