Τι σημαίνει το dudas στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dudas στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dudas στο ισπανικά.

Η λέξη dudas στο ισπανικά σημαίνει δισταγμός, ενδοιασμός, αμφιβολία, αμφιβολία,αμφισβήτιση, ερωτηματικό, αμφιβολία, αβεβαιότητα, δίλημμα, ηθική αναστολή, αβεβαιότητα, διστάζω, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι, κοντοστέκομαι, αμφιταλαντεύομαι, λέω εεε, τα μασάω, αμφιταλαντεύομαι, έχω δεύτερες σκέψεις, έχω δεύτερες σκέψεις για κτ, είμαι διχασμένος, αναμφίβολα, σαφώς, σίγουρα, οπωσδήποτε, αναμφίβολα, αμφισβητώ, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα, αμφισβητώ, με ασφάλεια, με σιγουριά, με βεβαιότητα, αναμφισβήτητα, αναμφίβολα, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, πέραν αμφιβολίας, πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας, ομολογουμένως, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, εννοείται, δεν υπάρχει να μην, ύποπτος, χωρίς αμφιβολία, δεν υπάρχει αμφιβολία, αμφιβολία, εύλογη αμφιβολία, αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς, εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία, αντιμετωπίζω κπ καλή τη πίστει, αναμφίβολα, δεν υπάρχει αμφιβολία, Αν... λέει!, είναι σίγουρο ότι θα κάνω κτ, το τεκμήριο της αθωότητας, σίγουρα, οπωσδήποτε, φυσικά, λέω κτ με βεβαιότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dudas

δισταγμός, ενδοιασμός

(η στιγμή που συμβαίνει)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El recluta mostró vacilación cuando el sargento le dijo que tirara la granada al campo de prueba.

αμφιβολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμφιβολία,αμφισβήτιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερωτηματικό

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo dudas de que sea la persona adecuada para entrenar al equipo.

αμφιβολία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tenía dudas sobre su capacidad para el trabajo. Estaba tan lleno de dudas que no sabía por dónde empezar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ξεπερνώντας τους ενδοιασμούς του, της έκανε πρόταση γάμου.

αβεβαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La incertidumbre que sentía Adam era lo único que le impedía tomar una decisión.
Η αβεβαιότητά του ήταν το μόνο πράγμα που απέτρεπε τον Άνταμ από το να πάρει μια απόφαση.

δίλημμα

(αμφιβολία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi dilema era empaparme bajo la lluvia o perderme la fiesta.

ηθική αναστολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No tengo escrúpulos en dejar a Jacob el cuidado de los niños.

αβεβαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La empresa decidió no seguir adelante con el proyecto, debido a la incertidumbre con respecto al resultado.

διστάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sarah dudó antes de decidirse y aceptar el trabajo.
Η Σάρα δίστασε πριν πάρει την απόφασή της και δεχθεί την προσφορά για δουλειά.

διστάζω, αμφιταλαντεύομαι

(είμαι αναποφάσιστος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Está empezando a dudar sobre si quedarse con el trabajo.

διστάζω, αμφιταλαντεύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Colin dudó antes de armarse de valor para pedir una cita a Amy.

κοντοστέκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pedro dudó en la puerta por un momento antes de entrar.
Ο Πήτερ κοντοστάθηκε στην πόρτα για ένα λεπτό πριν μπει μέσα.

αμφιταλαντεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λέω εεε

(κατά λέξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando su padre le preguntó dónde estaba, Alan titubeó.

τα μασάω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμφιταλαντεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έχω δεύτερες σκέψεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al principio Oliver quería unirse al ejército, pero ahora está teniendo dudas.

έχω δεύτερες σκέψεις για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Denise estaba teniendo dudas sobre casarse con Mick.

είμαι διχασμένος

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναμφίβολα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hay indudablemente muy pocas razones para festejar.
Αναμφίβολα έχουμε λίγους λόγους να το γιορτάσουμε.

σαφώς, σίγουρα, οπωσδήποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La película fue decididamente un fracaso.

αναμφίβολα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αμφισβητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cathy cuestionó la historia de su novio acerca de haberse quedado jugando a las cartas hasta tarde.

αναμφίβολα, αναμφισβήτητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Preston es indudablemente el más indicado para este trabajo.

αμφισβητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter estaba seguro de que nadie había pedida una ensalada extra, así que cuestionó la factura.
Ο Πίτερ ήταν σίγουρος ότι κανείς δεν παράγγειλε δεύτερη σαλάτα, γι' αυτό αμφισβήτησε τον λογαριασμό.

με ασφάλεια, με σιγουριά, με βεβαιότητα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Se ve claramente que el nuevo novio de Imogen no le va a durar mucho. Ya se nota que se está cansando de él.

αναμφισβήτητα, αναμφίβολα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πέραν αμφιβολίας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su integridad está más allá de toda cuestión.

πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su inocencia quedó demostrada más allá de cualquier sospecha.

ομολογουμένως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es verdad que a John no le fue bien en el examen, pero la maestra no tenía derecho a recriminarlo frente a toda la clase como lo hizo.
Ομολογουμένως ο Τζον τα πήγε άσχημα στο τεστ, αλλά ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να τον επιπλήξει έτσι μπροστά στην τάξη.

αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esta es sin duda alguna la mejor canción del CD.

εννοείται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
¿Que si lo amo a mi marido? ¡Sin duda alguna!

δεν υπάρχει να μην

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre que hago galletas, de seguro se aparece Jim.
Δεν υπάρχει να μην εμφανιστεί ο Τζιμ κάθε φορά που φτιάχνω μπισκότα. Εννοείται πως δεν θέλω να ξαναφάω εδώ, το ψωμί μου έχει μούχλα!

ύποπτος

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fue condenado por perjurio hace algunos años, no es un testigo confiable, su declaración está bajo una sombra de duda.

χωρίς αμφιβολία

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sin duda, este es el mejor pastel de chocolate que haya probado nunca.

δεν υπάρχει αμφιβολία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es una mala persona. No hay duda.

αμφιβολία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No tengo ninguna duda de que el Cielo existe. Es mejor quedarse callado y pasar por tonto que abrir la boca y no dejar ninguna duda.
Δεν έχω αμφιβολία ότι υπάρχει παράδεισος.

εύλογη αμφιβολία

nombre femenino (leg)

Se supone que para condenar a alguien deben probar su culpabilidad más allá de toda duda razonable.

αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador puso en duda su permanencia en el club el año próximo.

εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes permanecer en silencio y dejar que la gente piense que eres un ignorante o puedes abrir la boca y despejar la duda.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η ολοκληρωμένη απάντηση που μου έδωσε διέλυσε κάθε μου αμφιβολία.

αντιμετωπίζω κπ καλή τη πίστει

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando Juan me dijo que él no había roto la lámpara, decidí otorgarle el beneficio de la duda y creerle.

αναμφίβολα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sin duda tienes más experiencia que yo en este campo.

δεν υπάρχει αμφιβολία

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No hay duda de que a muchos ciudadanos les molesta pagar impuestos.

Αν... λέει!

locución adverbial (εμφατικός τύπος, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Le gustó al público? ¡Sin duda!
Άρεσε στο κοινό; Ου!

είναι σίγουρο ότι θα κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es seguro que ese caballo ganará la carrera; deberías apostarle.

το τεκμήριο της αθωότητας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σίγουρα, οπωσδήποτε, φυσικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sin duda alguna Henry está en el partido. Le encanta el hockey.

λέω κτ με βεβαιότητα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dudas στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.