Τι σημαίνει το econômico στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης econômico στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του econômico στο πορτογαλικά.

Η λέξη econômico στο πορτογαλικά σημαίνει οικονομικός, οικονομικός, οικονόμος, οικονομικός, οικονομικός, οικονόμος, οικονομικός στην κατανάλωση καυσίμου, που γλιτώνει κόπο, που έχει επίγνωση του κόστους, φτηνός, οικονομική άνθηση, αυτός που χαράσει πολιτική, μικρό και οικονομικό αυτοκίνητο, κύκλος οικονομικής δραστηριότητας, οικονομικό μέγεθος, κυβερνητική υποστήριξη, οικονομική ανάπτυξη, oικονομική αναταραχή, οικονομικός μετανάστης, οικονομική μετανάστρια, οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση, ομαλή προσγείωση, σε οικονομικό μέγεθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης econômico

οικονομικός

(BRA, da economia)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O governo prometeu que suas políticas econômicas baixariam a dívida nacional.
Η κυβέρνηση υποσχέθηκε πως οι οικονομικές πολιτικές της θα μείωναν το δημόσιο χρέος.

οικονομικός

(BRA, de economia)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Precisamos pensar nas questões econômicas de ir em frente com este projeto; podemos arcar com o custo?
Πρέπει να σκεφτούμε τις οικονομικές παραμέτρους για να προχωρήσουμε μ' αυτό το έργο· διαθέτουμε τα μέσα;

οικονόμος

(BRA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Algumas pessoas simplesmente não conseguem aprender a serem econômicas com o dinheiro.
Μερικοί άνθρωποι απλώς δεν μπορούν να μάθουν να είναι μετρημένοι με τα χρήματα.

οικονομικός

(BRA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Precisamos de um modo mais econômico de lidar com o nosso lixo.
Πρέπει να βρούμε έναν πιο οικονομικό τρόπο για να διαχειριζόμαστε τα σκουπίδια μας.

οικονομικός

(BRA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wendy comprou um pacote econômico de papel higiênico.
Η Γουέντυ αγόρασε μια οικονομική συσκευασία χαρτί υγείας.

οικονόμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οικονομικός στην κατανάλωση καυσίμου

(gasto mínimo de combustível)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που γλιτώνει κόπο

(figurado, algo que poupa trabalho)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που έχει επίγνωση του κόστους

(άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτηνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os bilhetes para o concerto foram surpreendentemente baratos.

οικονομική άνθηση

(anglicismo)

O boom dos anos 20 terminou com a Quebra de Wall Street.
Η οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1920 έληξε με το Κραχ της Γουόλ Στριτ.

αυτός που χαράσει πολιτική

(gov, com: quem faz as políticas)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μικρό και οικονομικό αυτοκίνητο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κύκλος οικονομικής δραστηριότητας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικονομικό μέγεθος

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυβερνητική υποστήριξη

(suporte financeiro governamental)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οικονομική ανάπτυξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

oικονομική αναταραχή

οικονομικός μετανάστης, οικονομική μετανάστρια

οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση

(οικονομία)

ομαλή προσγείωση

(μεταφορικά)

σε οικονομικό μέγεθος

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του econômico στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.