Τι σημαίνει το emocional στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης emocional στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του emocional στο πορτογαλικά.

Η λέξη emocional στο πορτογαλικά σημαίνει συναισθηματικός, ευσυγκίνητος, που με βοηθάει να ξεπεράσω έναν χωρισμό, έντονα συναισθηματικός, συναισθηματική αστάθεια, συναισθηματικό ξέσπασμα, συναισθηματική διαταραχή, ψυχική υγεία, ψυχοκάθαρση, συναισθηματική κακοποίηση, συναισθηματικό φορτίο, συναισθηματική νοημοσύνη, συναισθηματική σταθερότητα, συναισθηματική ισορροπία, ζώο συναισθηματικής στήριξης, συναισθηματική εργασία, κοινωνικές δεξιότητες, αισθηματοποιώ, έντονα συναισθηματικός, έκρηξη οργής, συναισθηματική εργασία, σε μεταβατικό στάδιο, σε περίοδο προσαρμογής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης emocional

συναισθηματικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A doença dele era de natureza emocional.
Η ασθένειά του ήταν συναισθηματικής φύσεως.

ευσυγκίνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele é uma pessoa emotiva.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι αρκετά συναισθηματικός τύπος, εξού και η αγάπη του για την ποίηση.

που με βοηθάει να ξεπεράσω έναν χωρισμό

(BRA, relacionamento temporário)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Πολ και η Γουέντυ; Αυτό είναι μόνο για να ξεπεράσει τον χωρισμό του; ακόμα δεν έχει ξεκολλήσει από τη Ρέιτσελ.

έντονα συναισθηματικός

locução adjetiva (muito emocional, sensível)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συναισθηματική αστάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συναισθηματικό ξέσπασμα

(ξαφνικά κλάματα θυμού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συναισθηματική διαταραχή

O Dr. Fredericks nunca havia encontrado um distúrbio emocional semelhante antes.

ψυχική υγεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψυχοκάθαρση

(catarse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συναισθηματική κακοποίηση

συναισθηματικό φορτίο

συναισθηματική νοημοσύνη

συναισθηματική σταθερότητα, συναισθηματική ισορροπία

ζώο συναισθηματικής στήριξης

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συναισθηματική εργασία

κοινωνικές δεξιότητες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Δεν είναι ο καλύτερος πωλητής που έχουμε αλλά οι κοινωνικές του δεξιότητες είναι πολύ χρήσιμες.

αισθηματοποιώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έντονα συναισθηματικός

locução adjetiva (situação: muito emocionante, comovente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έκρηξη οργής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συναισθηματική εργασία

σε μεταβατικό στάδιο, σε περίοδο προσαρμογής

(μετά από χωρισμό)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ο Πολ άρχισε να βγαίνει με τη Γουέντι, αφότου χώρισε με την Ρέιτσελ. Έμπαινε σε μια ριμπάουντ σχέση (or: σχέση «rebound»).

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του emocional στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.