Τι σημαίνει το empurrar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης empurrar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του empurrar στο πορτογαλικά.

Η λέξη empurrar στο πορτογαλικά σημαίνει σπρώχνω, σπρώχνω, κτυπώ, σπρώχνομαι, εξωθώ, σηκώνω, ανεβάζω, σπρώχνω, σπρώχνω, σπρώχνω, διώχνω, σπρώχνω, σπρώχνω, σπρώχνω, φορτώνω κτ σε κπ, σπρώχνω, τσιγκλάω, σπρώχνω, φορτώνω κτ σε κπ άλλο, σπρώχνω, μετακινώ βιαστικά, πιέζω κτ σε κτ, σπρώχνω, σπρώχνω, σπρώχνομαι, στριμώχνομαι, τραβάω, τραβώ, φορτώνω, χώνω, χώνω, ωθώ, σπρώχνω, επιβάλλω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, απωθώ, κάνω putt, σπρώχνω, χώνω κτ σε κτ, φορτώνω, κλείνω, κοπανάω, χτυπάω, βαράω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, επιβάλλω, αναπτύσσομαι προς τα έξω, ο χρόνος μου είναι μετρημένος, παραμερίζω βίαια, σπρώχνω στην άκρη, σπρώχνω, περνάω με το ζόρι, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, συρόμενο παιχνίδι, σκουντάω, σπρώχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης empurrar

σπρώχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você quiser sair, precisa empurrar a porta em vez de puxá-la. O homem rude empurrou as pessoas para fora do caminho.
Αν θες να βγεις, πρέπει να σπρώξεις την πόρτα αντί να την τραβήξεις.

σπρώχνω, κτυπώ

verbo transitivo (informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνομαι

verbo transitivo (empurrar e enfiar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξωθώ

(figurado, trabalho de parto) (το έμβρυο στο τελικό στάδιο τοκετού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω, ανεβάζω

(por baixo, por trás)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick empurrou Amy para fora da água.
Ο Ρικ έσπρωξε την Έιμι έξω από το νερό.

σπρώχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor andou até o supermercado, empurrando o carrinho.

σπρώχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os fãs se empurraram para conseguir uma posição perto da frente do palco. Julie empurrou os espinhos para que ela pudesse passar sem ser arranhada.

σπρώχνω

(mover ou empurrar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διώχνω, σπρώχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Linda empurrou e empurrou até conseguir chegar na frente da multidão.

σπρώχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνω κτ σε κπ

verbo transitivo (figurado, informal)

Ο Μάρτιν προσπάθησε να μου φορτώσει τον παλιό του υπολογιστή.

σπρώχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen empurrou a cadeira de seu caminho.
Η Έλεν έσπρωξε την καρέκλα από μπροστά της.

τσιγκλάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os amigos do Miguel tiveram que empurrá-lo algumas vezes para conseguir que ele se candidatasse a um novo emprego.
Οι φίλοι του Μάικ έπρεπε να τον τσιγκλήσουν μερικές φορές για να τον ωθήσουν να κάνει αίτηση για καινούρια δουλειά.

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah foi empurrada pelos passantes que tentavam entrar no metrô enquanto ela tentava sair.
Τη Σάρα την έσπρωξαν επιβάτες που προσπαθούσαν να μπουν στον υπόγειο ενώ εκείνη προσπαθούσε να βγει.

φορτώνω κτ σε κπ άλλο

verbo transitivo (figurado, tarefa indesejada) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπρώχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετακινώ βιαστικά

(κατά λέξη)

A segurança empurrou o político para fora da sala depois da tentativa de assassinato.
Η φρουρά του φυγάδευσε γρήγορα τον πολιτικό έξω από το δωμάτιο μετά την απόπειρα δολοφονίας.

πιέζω κτ σε κτ

verbo transitivo

Empurre as gotas de chocolate nos muffins antes de assá-los.

σπρώχνω

(impelir com força)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roberto empurrou a porta com o ombro e finalmente conseguiu abri-la.
Ο Ρόμπερτ έσπρωξε την πόρτα με τον ώμο του και επιτέλους κατάφερε να την ανοίξει.

σπρώχνω

(empurrar, forçar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Todos estavam empurrando, mas não adiantava. A árvore caída não se movia.
Όλοι έσπρωχναν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα· το πεσμένο δέντρο δεν κουνιόταν.

σπρώχνομαι, στριμώχνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os fãs empurraram a celebridade na ânsia de se aproximar dela.

τραβάω, τραβώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela elevou os joelhos até o peito e deitou lá em posição fetal.
Τράβηξε τα γόνατά της στο στήθος και έμεινε εκεί ξαπλωμένη σε εμβρυική στάση.

φορτώνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não tente descarregar todo o seu trabalho em mim, faça você mesmo!
Μην προσπαθείς να φορτώσεις όλη σου τη δουλειά σε μένα, κάνε τη μόνη σου! Ξέρω πως είσαι δυστυχισμένη, αλλά προσπάθησε να μη φορτώνεις τα προβλήματά σου σε άλλους.

χώνω

(κάτι/κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose escreveu o número de telefone e enfiou o papel na bolsa. Com um empurrão forte, Veronica enfiou o invasor no armário e trancou a porta enquanto esperava a polícia chegar.
Η Ρόουζ σημείωσε τον τηλεφωνικό αριθμό και έχωσε το χαρτάκι στην τσάντα της.

χώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chris enfiou os livros em sua bolsa.
Ο Κρις έχωσε τα βιβλία στην τσάντα του.

ωθώ, σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um homem na multidão gritou comigo por entrar à força.

επιβάλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pressione a alavanca para baixo para pôr a bomba em funcionamento
Σπρώξε τον μοχλό για να ξεκινήσει η αντλία να δουλεύει.

απωθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω putt

(στο γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina forçou Bernard para fora de seu caminho. O jogador de rugby bateu em seu adversário.
Η Τίνα έσπρωξε τον Μπέρναρντ από τον δρόμο της.

χώνω κτ σε κτ

verbo transitivo (usar força para)

Paul tentou enfiar um dólar na máquina de vendas, mas ela não funcionou.
Ο Πωλ προσπάθησε να χώσει ένα δολάριο στον αυτόματο πωλητή αλλά δεν τα κατάφερε.

φορτώνω

verbo transitivo (impelir algo desagradável) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os amigos do Harry empurraram a conta do jantar para ele.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι φίλοι του του φόρτωσαν το λογαριασμό.

κλείνω

verbo transitivo (κλείσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela empurrou a porta suavemente para fechar.

κοπανάω, χτυπάω, βαράω

verbo transitivo (bater)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy apertava freneticamente os botões, tentando fazer algo funcionar.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σπρώξε την επέκταση του τραπεζιού για να τη διπλώσεις.

επιβάλλω

(forçar a aceitar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναπτύσσομαι προς τα έξω

(expandir para fora)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ο χρόνος μου είναι μετρημένος

(figurado, ter tempo limitado até a morte)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραμερίζω βίαια

locução verbal

σπρώχνω στην άκρη

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο θυμωμένος νεαρός έσπρωξε στην άκρη το πιάτο του. «Δεν πεινάω», είπε.

σπρώχνω

(pôr resistência a)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω με το ζόρι

(figurativo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θα πιέσω το κλαδί προς τα κάτω όσο εσύ θα σκαρφαλώνεις από πάνω του.

συρόμενο παιχνίδι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σκουντάω, σπρώχνω

locução verbal (με τη μύτη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cão empurrou a porta com o nariz para poder passar.
Ο σκύλος σκούντηξε (or: έσπρωξε) την πόρτα με τη μουσούδα του για να περάσει.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του empurrar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.