Τι σημαίνει το en faisant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης en faisant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του en faisant στο Γαλλικά.
Η λέξη en faisant στο Γαλλικά σημαίνει κάνοντας, με αυτό τον τρόπο, έτσι, χωρίς πόνο, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτ, κάνω κτ μετά, δρασκελίζω, κάνω crowdsourcing, ανοίγω, ολοκληρώνω, τελειώνω, κάνω κάτι σε συνέχεια κάτι άλλου, σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου, εκπλήσσω, πέφτω, βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ, κάνω περίπατο για να κάψω κτ, καλπάζω, ανοίγω, βγάζω, αφαιρώ, παραβιάζω, ανοίγω, απαλύνω κτ κάνοντας κτ, φτιάχνομαι με κτ, κάνω έκπληξη, αντισταθμίζω κτ κάνοντας κτ, τιμώ, έξαψη, κροταλίζω, λέω κτ μορφάζοντας, κυλάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης en faisant
κάνονταςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je n'ai jamais été bon aux interrogations et aux examens : j'apprends en faisant. |
με αυτό τον τρόπο, έτσιlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ne marchez pas sur la pelouse. En faisant cela, vous risquez une amende. |
χωρίς πόνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Victor est un sadique : il prend plaisir à voir souffrir les autres. |
ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω κτ μετά
|
δρασκελίζω(personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω crowdsourcing
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοίγω(με μόχλευση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a fini son allocution sur une boutade destinée à détendre l'auditoire. Έκλεισε την ομιλία του με ένα ανέκδοτο αφήνοντας τους ακροατές με καλή διάθεση. |
κάνω κάτι σε συνέχεια κάτι άλλου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) John fit un suivi de son entretien en envoyant une lettre de remerciement. Σε συνέχεια της συνέντευξής του, ο Τζον έστειλε μια ευχαριστήρια κάρτα. |
σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En attendant l'arrivée de Meg, j'ai tué le temps en buvant du café. |
εκπλήσσωlocution verbale (κπ κάνοντας κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ken a surpris sa femme en faisant des pancakes au petit déjeuner. Ο Κεν εξέπληξε τη γυναίκα του φτιάχνοντάς της τηγανίτες για πρωινό. |
πέφτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σωριάστηκε στην πολυθρόνα, αποκαμωμένος από τη δουλειά. |
βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Naylor a tiré un profit en vendant les titres plus cher qu'il ne les avait payées. |
κάνω περίπατο για να κάψω κτ(μτφ: λίπος, θερμίδες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έφαγα ένα βαρύ μεσημεριανό οπότε υποθέτω ότι θα είναι καλύτερα να πάω έναν περίπατο για να το κάψω. |
καλπάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανοίγω(με εργαλείο, σήκωμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι διαρρήκτες παραβίασαν την πόρτα με λοστό. |
βγάζω, αφαιρώlocution verbale (με μοχλό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane a essayé d'enlever le couvercle du bocal en faisant levier avec un couteau et s'est accidentellement coupé le pouce. // Lisa a enlevé la bouche d'égout en faisant levier. Η Τζέιν προσπάθησε να βγάλει το καπάκι από το βάζο με ένα μαχαίρι και κατά λάθος έκοψε τον αντίχειρά της. Η Λίζα έβγαλε το κάλυμμα του φρεατίου. |
παραβιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Παραβίασε με τη σκύλα την κλειδαριά και έτσι μπορέσαμε να μπουκάρουμε στο δωμάτιο. |
ανοίγω(με σήκωμα, μόχλευση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι διαρρήκτες παραβίασαν την πόρτα με έναν λοστό. |
απαλύνω κτ κάνοντας κτ(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτιάχνομαι με κτ(familier) (αργκό) Il prend vraiment son pied en voyant les autres souffrir. Πραγματικά φτιάχνεται με το να βλέπει άλλους ανθρώπους να υποφέρουν. |
κάνω έκπληξηlocution verbale (σε κπ κάνοντας κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les élèves ont surpris leur professeur en lui faisant une fête. Οι μαθητές έκαναν έκπληξη στη δασκάλα τους κάνοντάς της ένα πάρτι. |
αντισταθμίζω κτ κάνοντας κτverbe transitif (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τιμώlocution verbale (κάποιον κάνοντας κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armé a honoré (or: a distingué) l'officier en lui décernant une médaille spéciale du courage. Ο στρατός τίμησε τον αξιωματικό απονέμοντάς του ένα ειδικό μετάλλιο ανδρείας. |
έξαψη(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'adore prendre mon pied face au public. |
κροταλίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λέω κτ μορφάζονταςlocution verbale « Je ne veux pas ranger ma chambre », dit Anna en faisant la moue. |
κυλάωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fais tomber les billes de la table : le chat va les poursuivre ! |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του en faisant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του en faisant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.