Τι σημαίνει το encajar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης encajar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encajar στο ισπανικά.

Η λέξη encajar στο ισπανικά σημαίνει ταιριάζω, στρίμωγμα, επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι, ταιριάζω, φορτώνομαι, γλιστρώ, ταιριάζω, φορτώνω κτ σε κπ άλλο, ταιριάζω, προσαρμογή, αφομοίωση, το πιάνω, μπαίνω, ταιριάζω, έχω ειρμό/συνέπεια, στέκω, συμβαδίζω, εμπίπτω, ανήκω, δε συμφωνώ με κτ, δεν συμβαδίζω με κτ, ενώνω με μόρσο, ψηφοθετώ, συμφωνώ με κτ, συμβαδίζω με κτ, παθαίνω σοκ, μου έρχεται κεραμίδα, εμπίπτω σε κατηγορία, κατηγοριοποιούμαι, επιβάλλω, φορτώνω κτ σε κπ, ταιριάζω με κπ/κτ, φωλιάζω, φορτώνω κπ με κπ/κτ, φορτώνω κπ/κτ σε κπ, συμβαδίζω με κτ, βολεύω κτ σε κτ, ταιριάζω με κτ, φορτώνω, επιβαρύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης encajar

ταιριάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él encaja bien en esta organización.

στρίμωγμα

verbo transitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι

verbo transitivo (figurado, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estas ideas políticas no encajan en nuestra sociedad.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se supone que las piezas del rompecabezas deben encajar perfectamente.

φορτώνομαι

(sujeto diferente) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre me empaquetan los peores trabajos.

γλιστρώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταιριάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los dos socios no encajaban bien así que el director tuvo que separarlos.
Οι δυο συνάδελφοι δεν ταίριαξαν και έτσι ο μάνατζερ τους χώρισε.

φορτώνω κτ σε κπ άλλο

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Logré encajarle ese proyecto horrible a Audrey.

ταιριάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nuestro tren llega a las 7 y el concierta empieza a las 7.30, así que todo encaja.

προσαρμογή, αφομοίωση

(grupo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το πιάνω

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
De repente todo encajó: John era el hermano mayor del que Maria me había hablado.
Ξαφνικά το έπιασα, ο Τζον είναι ο μεγαλύτερος αδερφός για τον οποίο μου είχε μιλήσει η Μαρία.

μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El mecánico tuvo que cambiar la transmisión porque los engranajes ya no encajaban.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con esa actitud, nunca se adaptará aquí.
Με αυτήν τη συμπεριφορά δεν θα ταιριάξει ποτέ εδώ.

έχω ειρμό/συνέπεια, στέκω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estos dos párrafos no concuerdan, no puedo ver qué relación tienen el uno con el otro.

συμβαδίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las clases en el centro comunitario se adaptan a la gente que trabaja durante el día.

εμπίπτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su solicitud compete al alcance de nuestro proyecto.
Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας.

ανήκω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Finalmente encontró un grupo al que pertenecer: el Club de Ajedrez.
Βρήκε επιτέλους μια ομάδα που του πάει (or: του ταιριάζει), τον Σύλλογο Σκακιστών.

δε συμφωνώ με κτ, δεν συμβαδίζω με κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu historia no encaja con los hechos tal y como los conocemos.
Η ιστορία σου δε συμφωνεί με τα γεγονότα όπως τα ξέρουμε.

ενώνω με μόρσο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψηφοθετώ

locución verbal (φτιάχνω ψηφιδωτό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμφωνώ με κτ, συμβαδίζω με κτ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La evidencia no cuadra con la historia del acusado.

παθαίνω σοκ, μου έρχεται κεραμίδα

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El teléfono se le resbaló de las manos mientras trataba de encajar el golpe de la noticia.

εμπίπτω σε κατηγορία, κατηγοριοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La reforma de ley calza en la categoría de los proyectos con buenas intenciones pero equivocados.
Το νομοσχέδιο των μεταρρυθμίσεων εμπίπτει στην κατηγορία των έργων που έχουν καλές προθέσεις αλλά τελικά είναι άστοχα.

επιβάλλω

(figurado) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres impusieron una carrera en derecho a Imogen desde que era pequeña.
Οι γονείς της Ίμογκεν της επέβαλλαν από μικρή ηλικία μια καριέρα ως δικηγόρος.

φορτώνω κτ σε κπ

Martin intentó encajarme su portátil antiguo.
Ο Μάρτιν προσπάθησε να μου φορτώσει τον παλιό του υπολογιστή.

ταιριάζω με κπ/κτ

Su estilo de vida no encaja con el grupo.
Ο τρόπος ζωής του δεν ταιριάζει με την ομάδα.

φωλιάζω

(μτφ: σε κτ, μέσα σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las muñecas encajan una dentro de otra.

φορτώνω κπ με κπ/κτ, φορτώνω κπ/κτ σε κπ

locución verbal (AR, coloquial) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

Me encajaron a mi hermanita todo el fin de semana.
Μου έχουν φορτώσει τη μικρή μου αδερφή για όλο το σαββατοκύριακο.

συμβαδίζω με κτ

Donna encontró un trabajo flexible que permite que su carrera se adapte a su vida personal.

βολεύω κτ σε κτ

Cuando no necesitas usar las mesas, puedes encajarlas una en la otra.

ταιριάζω με κτ

¿Quieres juntarnos a almorzar? Estaremos en la ciudad al mediodía así que eso encaja con nuestros planes.

φορτώνω, επιβαρύνω

(κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como siempre, me cargaron con la tarea de organizar todo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encajar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.