Τι σημαίνει το enfrentar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης enfrentar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enfrentar στο πορτογαλικά.

Η λέξη enfrentar στο πορτογαλικά σημαίνει αντιμετωπίζω, αντιμετωπίζω, αντιστέκομαι σε κπ/κτ, αντέχω, αντιμετωπίζω, αντιστέκομαι, έρχομαι αντιμέτωπος, -, αψηφώ, αψηφώ, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, συναντιέμαι, παίζω εναντίον, παίζω με αντίπαλο, αντιμέτωπος με, διαχειρίζομαι, παλεύω, μάχομαι, τα βάζω με κτ/κπ, αντιμετωπίζω, αντιμετωπίζω, αποδέχομαι, παραδέχομαι, πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα, μπροστά σε κτ, fight-or-flight. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης enfrentar

αντιμετωπίζω

verbo transitivo (encontrar: obstáculos, oposição)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O trabalho está atrasado porque enfrentamos problemas inesperados.
Η δουλειά έχει μείνει πίσω σε σχέση με το πρόγραμμα, επειδή αντιμετωπίσαμε κάποια απρόσμενα προβλήματα.

αντιμετωπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιστέκομαι σε κπ/κτ

αντέχω

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντιμετωπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enfrentamos muitos obstáculos em nossa jornada.
Αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες στο ταξίδι μας.

αντιστέκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você continuar me enfrentando, serei obrigado a amarrá-lo.
Αν συνεχίσεις να μου προβάλλεις αντίσταση, θα υποχρεωθώ να σε δέσω.

έρχομαι αντιμέτωπος

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dartmouth enfrentará Princeton pelo campeonato.
Το Dartmouth θα έρθει αντιμέτωπο (or: θα αντιμετωπίσει) το Princeton για το πρωτάθλημα.

-

verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Harry enfrentou uma condenação por assassinato.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δικάστηκε για φόνο.

αψηφώ

verbo transitivo (tratar com coragem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry enfrentou o mau tempo e subiu até o topo da montanha do mesmo jeito.
Ο Χάρι αψήφισε την κακοκαιρία και έβαλε μπρος για την κορυφή του βουνού ούτως ή άλλως.

αψηφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παλεύω

(BRA, figurado) (μεταφορικά: με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estamos brigando com um déficit orçamentário bem catastrófico. Paul brigou com sua consciência após ter roubado o carro.
Παλεύουμε με ένα αρκετά καταστροφικό έλλειμμα στον προϋπολογισμό.

παλεύω, αγωνίζομαι

(informal, lutar fisicamente com)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marcos estar lutando para tentar escapar dos captores.

συναντιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As forças aliadas encontraram seus inimigos nos campos do norte da França.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι δύο εχθροί συναντήθηκαν στο πεδίο της μάχης.

παίζω εναντίον, παίζω με αντίπαλο

(ter como oponente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιμέτωπος με

(dificuldade: ser confrontado por)

διαχειρίζομαι

verbo transitivo (κάτι δυσάρεστο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A morte do pai deles foi devastadora a princípio, mas eles aprenderam a lidar.

παλεύω, μάχομαι

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα βάζω με κτ/κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele se opôs à gerência numa tentativa de melhorar as condições dos trabalhadores.
Τα έβαλε με τη διοίκηση σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις συνθήκες για τους εργαζόμενους.

αντιμετωπίζω

verbo transitivo (militar) (εχθρό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles encontraram o inimigo na costa da Espanha.
Αντιμετώπισαν τον εχθρό στα ανοιχτά της ακτής της Ισπανίας.

αντιμετωπίζω, αποδέχομαι, παραδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você precisa encarar a realidade e lidar com o problema rapidamente.
Πρέπει να αποδεχτείς την πραγματικότητα και να διευθετήσεις γρήγορα το ζήτημα.

πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα

(figurado: enfrentar corajosamente) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπροστά σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Em face a multidão raivosa, a palestrante se manteve calma.
Η ομιλήτρια διατήρησε την ψυχραιμία της μπροστά στο θυμωμένο πλήθος.

fight-or-flight

expressão

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enfrentar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.