Τι σημαίνει το entregar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης entregar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entregar στο πορτογαλικά.

Η λέξη entregar στο πορτογαλικά σημαίνει παραδίδω, παραδίνω, παραδίδω, παραδίνω, παραδίδω, παραδίνω, παραδίδω, παραδίνω, καταδίδω, παραδίδω, δίνω, παραδίδω κτ/κπ σε κπ, μεταφέρω, κελαηδάω, επιδίδω, παραδίδω, παραδίδω, παραδίνω, χάνω επίτηδες, επιδίδω, παραχωρώ, παραχωρώ, παραχωρώ κτ σε κπ, παραχωρώ κτ σε κπ, καρφώνω, δίνω, εκτελώ, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, καταδίδω, απονέμω, παραδίδω κτ σε κπ, προδίδω, εγκαταλείπω, παραδίνομαι, υποβάλλω, παραδίδω, εμπιστεύομαι, διανέμω, παραδίδω, βρίσκω, δίνω, ενδίδω σε κτ, ενδίδω σε κτ, επιτρέπω, δείχνω ανεκτικότητα σε κάτι, υποχωρώ, καταρρέω, παραδίνομαι σε κτ, μοιράζω φυλλάδια σε κπ/κτ, επενδύω σε κτ, επενδύω πολλά σε κτ, πέφτω με τα μούτρα, φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης, τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα, διανέμω ξανά, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, απονέμω, απονέμω κτ σε κπ, απονέμω κτ σε κπ, αναθέτω κτ σε κπ, αποκαλύπτω, το ρίχνω, προσπαθώ να μειώσω τους πόντους που σκοράρει η ομάδα μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης entregar

παραδίδω, παραδίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele entregou a carteira de motorista para a polícia.

παραδίδω, παραδίνω

verbo transitivo (armas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entregue suas armas!

παραδίδω, παραδίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O carteiro entregou as cartas.
Ο ταχυδρόμος μοίρασε τα γράμματα.

παραδίδω, παραδίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os alunos entregaram seus trabalhos para o professor.
Οι μαθητές παρέδωσαν τις εργασίες τους στον καθηγητή.

καταδίδω

(figurado) (στην αστυνομία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela sabia que seu irmão tinha cometido um crime, mas recusou-se a entregá-lo.
Ήξερε ότι ο αδερφός της είχε διαπράξει ένα έγκλημα, αλλά αρνήθηκε να τον καταδώσει.

παραδίδω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Παρέδωσε τα χρήματα στο αφεντικό της.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, entregue esse formulário aos seus pais.
Παρακαλώ δώσε αυτή την αίτηση στους γονείς σου.

παραδίδω κτ/κπ σε κπ

(figurado, território)

A Espanha concordou em entregar o território para o Marrocos.

μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles entregaram drogas pela fronteira da cidade.
Μετέφεραν ναρκωτικά μέσω της πόλης κοντά στα σύνορα.

κελαηδάω

verbo transitivo (gíria, delatar) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O informante com certeza vai entregar se for pressionado pela polícia.

επιδίδω

verbo transitivo (intimação) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδίδω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O exército entregou suas armas ao inimigo.

παραδίδω, παραδίνω

verbo transitivo (κάποιον σε κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia entregou a criança aos pais depois que ela se afastou.

χάνω επίτηδες

verbo transitivo (figurado, jogo) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O jogador entregou o jogo.

επιδίδω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραχωρώ

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραχωρώ

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραχωρώ κτ σε κπ

verbo transitivo (figurado)

παραχωρώ κτ σε κπ

verbo transitivo (figurado)

καρφώνω, δίνω

(αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O ladrão foi pego quando sua namorada o entregou pra a polícia.

εκτελώ

(παραγγελία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο μεταφραστής παρέδωσε το πρότζεκτ σε τρεις μέρες.

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

(dívida) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταδίδω

(informal: entregar alguém à polícia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um adolescente foi preso por acusações de tráfico depois que seus pais o entregaram para a polícia.
Όταν οι γονείς του εφήβου ανακάλυψαν ότι πουλούσε ναρκωτικά, τον κατέδωσαν στην αστυνομία.

απονέμω

(formal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando a Rainha concederá o prêmio?
Πότε θα απονείμει η βασίλισσα το βραβείο;

παραδίδω κτ σε κπ

προδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando contar uma piada, não revele a graça dela até o final.
Όταν λες ένα ανέκδοτο δεν πρέπει να προδίδεις το καλύτερο σημείο πριν απ' το τέλος.

εγκαταλείπω, παραδίνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desisto, você é muito melhor que eu nesse jogo!
Εγκαταλείπω (or: παραδίνομαι). Είσαι πολύ καλύτερος από μένα σ' αυτό το παιχνίδι.

υποβάλλω

(πχ αίτηση, αναφορά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδίδω

(BRA, reféns)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Damasco deu até quinta para os sequestradores de oito trabalhadores sírios liberarem os reféns.

εμπιστεύομαι

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Confio o cuidado dos meus filhos a você, caso eu não volte da missão.
Εμπιστεύομαι τη φροντίδα των παιδιών μου σε σένα, σε περίπτωση που δεν γυρίσω από την αποστολή.

διανέμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles vão distribuir (or: entregar) novos cartões de membros no mês que vem.
Θα δώσουν νέες κάρτες μελών τον άλλο μήνα.

παραδίδω

verbo transitivo (objeto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O policial persuadiu Taylor a entregar a faca.

βρίσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você vai conseguir entregar o dinheiro até o fim do mês?
Θα μπορέσεις βρεις να τα χρήματα μέχρι το τέλος του μήνα;

δίνω

verbo transitivo (passar às mãos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele passou (or: entregou) a caneta para ela.
Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ;

ενδίδω σε κτ

(figurado)

Ela se rendeu à alegria da música.

ενδίδω σε κτ

επιτρέπω, δείχνω ανεκτικότητα σε κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποχωρώ, καταρρέω

(cair, ceder à pressão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As colunas da ponte não puderam resistir à forte corrente e acabaram desmoronando.
Οι κολόνες της γέφυρας δεν μπόρεσαν να αντέξουν το ισχυρό ρεύμα του νερού και στο τέλος υποχώρησαν.

παραδίνομαι σε κτ

(συναίσθημα)

As crianças queriam ficar acordadas até meia-noite, mas, um por um, acabaram rendendo-se e dormiram.
Τα παιδιά ήθελαν να μείνουν ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα, αλλά το ένα μετά το άλλο, υπέκυψαν.

μοιράζω φυλλάδια σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os militantes panfletaram cada casa da região.
Οι υποψήφιοι μοίρασαν φυλλάδια σε κάθε σπίτι της περιοχής.

επενδύω σε κτ, επενδύω πολλά σε κτ

(figurado, envolver-se emocionalmente) (μεταφορικά)

Ela realmente investiu naquele relacionamento. É uma pena que tenham terminado.
Πραγματικά επένδυσε σε εκείνη τη σχέση. Κρίμα που χώρισαν.

πέφτω με τα μούτρα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Martha mergulhou no novo livro e leu a noite toda.

φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A polícia tem de entregar os criminosos à justiça.

τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα

(informal, divulgar algo) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διανέμω ξανά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

verbo pronominal/reflexivo (mergulhar de cabeça em algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ξεκίνησε την καινούργια της δουλειά με ενθουσιασμό.

απονέμω

(formal) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O presidente do Conselho de Educação concedeu o prêmio de Melhor Professor do ano para a professora Hall. O rei concedeu honras de cavaleiro aos seus súditos mais leais.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο επικεφαλής του Συμβουλίου Εκπαίδευσης απένειμε το βραβείο Καλύτερης Δασκάλας της Χρονιάς στην κα. Χωλ. Ο βασιλιάς απένειμε ιπποτικούς τίτλους στους πιο πιστούς υπηκόους του.

απονέμω κτ σε κπ

Ele foi premiado com o Prêmio Nobel da paz.
Βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

απονέμω κτ σε κπ

(figurado, informal)

Eles entregaram o Oscar de Melhor Filme a "12 anos de escravidão"
Απένειμαν το Όσκαρ καλύτερης φωτογραφίας στην ταινία «12 χρόνια σκλάβος».

αναθέτω κτ σε κπ

Ela foi designada para o curso de Literatura Avançada graças a suas habilidades como professora.
Της ανέθεσαν να διδάξει το μάθημα της Λογοτεχνίας για Προχωρημένους λόγω των διδακτικών δεξιοτήτων της.

αποκαλύπτω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το ρίχνω

verbo pronominal/reflexivo (ceder ao desejo) (σε κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Após a morte da esposa, ele entregou-se à bebida.
Μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά, το ρίχνει στο τζιν.

προσπαθώ να μειώσω τους πόντους που σκοράρει η ομάδα μου

expressão verbal (esportes) (στημένος αγώνας)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entregar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.