Τι σημαίνει το escabullirse στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης escabullirse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escabullirse στο ισπανικά.
Η λέξη escabullirse στο ισπανικά σημαίνει τρέχω, γλιστράω, ξεγλιστράω, τρέχω, το σκάω, ξεφεύγω, φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω, φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω, το σκάω, σέρνομαι μακριά, φεύγω αθόρυβα, φεύγω αθόρυβα, ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ, φεύγω κρυφά, ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω από το να κάνω κτ, σέρνομαι, γλιστράω, φεύγω διακριτικά, ξεγλιστράω, ξεφεύγω από κτ, γλυστρώ μέσα από, περιφέρομαι, στροβιλίζομαι, γλιστράω, γλιστρώ, φεύγω γρήγορα, κινούμαι αθόρυβα, το σκάω, το σκάω, εξαφανίζομαι, ξετινάζω, προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά, το σκάω από κτ, ξεφεύγω από κτ, γλυτώνω από κτ, φεύγω κρυφά, κρύβομαι πίσω από κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης escabullirse
τρέχωverbo pronominal (insecto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un escarabajo se escabullió por la valla. |
γλιστράω, ξεγλιστράωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vimos al gato escabullirse entre los arbustos. |
τρέχωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
το σκάωverbo pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ricky solía escabullirse por la ventana después de que sus padres se fueran a dormir. Ο Ρικ συνήθιζε να το σκάει από το παράθυρο όταν οι γονείς του πήγαιναν για ύπνο. |
ξεφεύγωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Casi me roban, pero logré escabullirme. Σχεδόν με λήστεψαν, αλλά κατάφερα να ξεφύγω. |
φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Odio decir adiós a todo el mundo al final de una fiesta, así que suelo escabullirme. Μισώ το να τους αποχαιρετάω όλους στο τέλος ενός πάρτι και έτσι συνήθως απλά φεύγω στα κρυφά. |
φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράωverbo pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El ladrón se escabulló por los fondos de la casa, antes de que nadie pudiera verlo. |
το σκάωverbo pronominal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Voy a distraerlos para que ustedes puedan escabullirse por la ventana. |
σέρνομαι μακριά
|
φεύγω αθόρυβα
|
φεύγω αθόρυβα
|
ξεγλιστράω, ξεγλιστρώverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω κρυφά
|
ξεγλιστράω, ξεγλιστρώverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεγλιστρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Me senté bien al fondo y cerca de la puerta a propósito para poder escabullirme si la reunión era aburrida. |
ξεφεύγω από το να κάνω κτverbo pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σέρνομαι, γλιστράω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Carol y Bob se escabullieron y se fueron cuando nadie miraba. |
φεύγω διακριτικά, ξεγλιστράωverbo pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεφεύγω από κτverbo pronominal |
γλυστρώ μέσα απόverbo pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Creía que lo tenía cogido, pero se escabulló entre mis dedos. |
περιφέρομαι, στροβιλίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El mediocampista se escabulló de dos defensas antes de marcar un gol soberbio. |
γλιστράω, γλιστρώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jean se escabulló por la puerta del escenario sin que nadie la viera. |
φεύγω γρήγοραverbo pronominal |
κινούμαι αθόρυβα
Mark se escabulló temprano de la reunión. |
το σκάωverbo pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Logré escabullirme del bar antes de que mi tío empezara a cantar. |
το σκάω
|
εξαφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Desapareció en las sombras. |
ξετινάζωverbo pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά
Richard estaba observando a la gente que corría deprisa por la calle concurrida. |
το σκάω από κτ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los muchachos se escabulleron de su habitación y salieron en busca de sus amigos. |
ξεφεύγω από κτ, γλυτώνω από κτ
Joey no pudo escabullirse de las consecuencias que sus mentiras le acarrearon. |
φεύγω κρυφά(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se las arregló para escabullirse de la conferencia sin que nadie la viera. Κατάφερε να φύγει κρυφά από το μάθημα χωρίς να τη δει κανείς. |
κρύβομαι πίσω από κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Al ver a sus perseguidores, el ladrón se escondió detrás de un muro para no estar a la vista. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escabullirse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του escabullirse
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.