Τι σημαίνει το escupir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης escupir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escupir στο ισπανικά.

Η λέξη escupir στο ισπανικά σημαίνει φτύνω, φτύνω, βγάζω κάτι φτύνοντας, φτύνω, ξεστομίζω, λέω, φτύνω, φτύνω, μιλάω εκτοξεύοντας σάλια, φτύνω ενώ μιλάω, φτύνω, ομολογώ, παραδέχομαι, εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, ξεχύνομαι, βγαίνω, βγάζω κτ βήχοντας, ξερνάω, φτύνω, εκπνέω, ξεστομίζω, βγάζω βήχοντας, λέω, ξεστομίζω, βήχω, κάνω έναν περίεργο θόρυβο, φτύνω, βγάζω κάτι φτύνοντας, βγάζω, πετάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης escupir

φτύνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El joven escupió mientras caminaba por la calle.
Ο νεαρός άνδρας έφτυσε καθώς περπατούσε στον δρόμο.

φτύνω, βγάζω κάτι φτύνοντας

verbo transitivo (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Su madre le hizo escupir el chicle para que no se lo tragara.
Η μητέρα του τον ανάγκασε να φτύσει την τσίχλα για να μην την καταπιεί.

φτύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La comida era terrible, por lo que Pippa la escupió con cuidado en la servilleta.

ξεστομίζω, λέω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sabía que tarde o temprano contaría la verdad.
Ήξερε ότι θα πει την αλήθεια αργά η γρήγορα.

φτύνω

(coloquial) (μεταφορικά: λέξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Te odio! —espetó.

φτύνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mientras hablaba del tema, Tina empezó a hablar más rápido y se le escapó un escupitajo que le cayó a la gente que se encontraba cerca.
Καθώς έμπαινε στο πνεύμα το θέματος, η Τίνα άρχισε να μιλά γρηγορότερα και έφτυνε οποιονδήποτε άτυχο ήταν κοντά της.

μιλάω εκτοξεύοντας σάλια, φτύνω ενώ μιλάω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El orador escupió durante su discurso, y salpicó de saliva a algunos miembros del público.

φτύνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ομολογώ, παραδέχομαι

(coloquial, figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A ver, escupe: ¿dónde andabas?

εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El Vesubio escupió lava y gas.

ξεχύνομαι, βγαίνω

verbo intransitivo (figurado) (από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El humo escupe de las chimeneas en nubes espesas.
Ο καπνός ξεχύνεται σε παχιά σύννεφα από τις καμινάδες.

βγάζω κτ βήχοντας

verbo transitivo (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Escupió la espina que se había tragado por accidente.
Έβγαλε βήχοντας το ψαροκόκκαλο που είχε καταπιεί κατά λάθος.

ξερνάω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El volcán está escupiendo humo y cenizas sobre la ciudad de abajo.

φτύνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπνέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Según la leyenda, hay un dragón en la montaña que escupe fuego.

ξεστομίζω

(coloquial, figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El hombre se enojó y escupió una sarta de groserías.

βγάζω βήχοντας

(medicina, formal) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me alegro de no haber fumado nunca después de ver lo que él acaba de expectorar.

λέω, ξεστομίζω

(figurado) (λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ana soltó un grito cuando el gato le saltó encima.

βήχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La abuela tosía tanto que le costaba respirar.

κάνω έναν περίεργο θόρυβο

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El motor del auto tosió dos veces y después dejó de funcionar.

φτύνω, βγάζω κάτι φτύνοντας

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llamé al médico porque estaba escupiendo sangre.
Έφτυνε αίμα και γι'αυτό κάλεσα τον γιατρό.

βγάζω, πετάω

(agua)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La manguera escupió un chorro de agua.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escupir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.