Τι σημαίνει το esgotar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης esgotar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esgotar στο πορτογαλικά.

Η λέξη esgotar στο πορτογαλικά σημαίνει στραγγίζω, ξεπουλάω, εξαντλώ, στερεύω, πραγματοποιώ ακάλυπτες πωλήσεις, εξουθενώνω, εξαντλώ, το παρακάνω, εξαντλώ, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, φθείρομαι, -, φτάνω στα όρια, εξαντλώ, εξαντλούμαι, εξαντλώ, εξουθενώνω, εξαντλώ, κουράζω, ξοδεύω παραπάνω από ό, τι έχω, ξοδεύω περισσότερα από ότι διαθέτω, κουράζω, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, κουράζω, διαρκώ περισσότερο, δαπανώ, ξοδεύω, εξαντλώ, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, κουράζω, εξαντλώ, εξουθενώνω, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, κουράζομαι, εξασθενώ, καταπονούμαι, εξουθενώνω, κουράζω, εξαντλώ, εξαντλούμαι, αργοσβήνω, χάνομαι, λιώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης esgotar

στραγγίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A humanidade está esgotando (or: exaurindo) todos os recursos naturais do planeta.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Νάνσυ στράγγιξε τον τραπεζικό λογαριασμό της.

ξεπουλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sempre é chato chegar à bilheteria e ouvir que os ingressos estão esgotados.
Είναι πάντα ενοχλητικό να φτάνεις στο γκισέ και να σου λένε ότι έχουν ξεπουλήσει.

εξαντλώ, στερεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O árduo trabalho físico começava a esgotar as forças de Martin.
Η σκληρή σωματική εργασία είχε αρχίσει να εξαντλεί τις δυνάμεις του Μάρτιν.

πραγματοποιώ ακάλυπτες πωλήσεις

verbo transitivo (vender além do disponível)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξουθενώνω

verbo transitivo (exaurir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O grupo havia esgotado seu estoque de lenha e todos estavam ficando com frio.
Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν.

το παρακάνω

verbo transitivo (figurado)

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os dois homens haviam esgotado todos os tópicos para conversar, então ficaram sentados em silêncio.
Οι δύο άντρες είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης, οπότε κάθονταν σιωπηλοί.

κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trabalho pesado esgota você, se você não fizer pausas.
Η σκληρή δουλειά θα σε εξουθενώσει εάν δεν κάνεις διαλείμματα.

φθείρομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ήταν ένας κορυφαίος αθλητής, αλλά τώρα έχει φθαρεί εντελώς.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A paciência do professor estava se esgotando.
Η υπομονή του δασκάλου άρχισε να εξαντλείται.

φτάνω στα όρια

verbo transitivo (ir além do limite)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sua infantilidade esgotou minha paciência.

εξαντλώ

verbo transitivo (pessoa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O exercício da aula esgotou Rachel.
Το μάθημα γυμναστικής εξάντλησε τη Ρέιτσελ.

εξαντλούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele estava doente há tanto tempo que sua vontade de viver se esgotou.
Ήταν άρρωστος για τόσο πολύ καιρό που η διάθεσή του να ζήσει τελικά εξαντλήθηκε.

εξαντλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, pare de falar. Você está esgotando a minha paciência.

εξουθενώνω, εξαντλώ, κουράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξοδεύω παραπάνω από ό, τι έχω, ξοδεύω περισσότερα από ότι διαθέτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Εκείνο το τμήμα ξόδεψε περισσότερα χρήματα από ότι διέθετε.

κουράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pedidos constantes das crianças por doces me desgastaram, até que eu finalmente cedi e deixei-os comerem.
Τα συνεχή παρακάλια των παιδιών με κούρασαν, και τελικά ενέδωσα και τα άφησα να φάνε γλυκά.

κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As reclamações constantes dela me cansam.
Τα συνεχή παράπονά της με εξουθενώνουν.

κουράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A caminhada havia cansado Agatha, então ela foi para a cama cedo.
Η πεζοπορία κούρασε την Αγκάθα και έτσι πήγε για ύπνο νωρίς.

διαρκώ περισσότερο

(αντοχή στο χρόνο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δαπανώ, ξοδεύω

verbo transitivo (χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gastamos todo o orçamento apenas abrindo o nosso escritório.

εξαντλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρησιμοποιώ, καταναλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gastei todas as minhas roupas limpas desta semana.
Χρησιμοποίησα όλα τα καθαρά ρούχα της εβδομάδας!

κουράζω

verbo transitivo (cansar alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαντλώ, εξουθενώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι

(fazer algo até cansar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κουράζομαι, εξασθενώ, καταπονούμαι

(fazer algo até a exaustão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξουθενώνω, κουράζω, εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαντλούμαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Derek entrou em colapso após trabalhar por tantas horas sem um intervalo.
Ο Ντέρεκ εξαντλήθηκε αφού δούλευε αδιάκοπα τόσους μήνες.

αργοσβήνω, χάνομαι, λιώνω

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A força dela desgastou-se (or: esgotou-se) quando ela se aproximou do cume da montanha.
Οι δυνάμεις της άρχισαν να χάνονται όσο πλησίαζε προς την κορυφή του βουνού.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esgotar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.