Τι σημαίνει το establecer στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης establecer στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του establecer στο ισπανικά.

Η λέξη establecer στο ισπανικά σημαίνει καθορίζω, ιδρύω, ιδρύω, καθιερώνω, ιδρύω, συνιστώ, εγκαθιστώ, παρουσιάζω, βάζω, καθορίζω, ορίζω, θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ, επιτάσσω, υπαγορεύω, επιβάλλω, διαπιστώνω, εξακριβώνω, καθιερώνω, ορίζω, εγκαθιδρύω, ορίζω, καθορίζω, δίνω, καθορισμός στόχων, προσδιορισμός στόχων, ικανότητες δικτύωσης, ικανότητες κοινωνικής δικτύωσης, παρομοιάζω,συγκρίνω, αποδεικνύω σχέση μεταξύ, μετακομίζω, μένω, κάνω ρεκόρ, πετυχαίνω ρεκόρ, ορίζω την ημερήσια διάταξη, ορίζω την ατζέντα, πιάνω γραμμή, συναναστρέφομαι, επικοινωνώ, σημειώνω, καταγράφω για μελλοντική χρήση, αποδεικνύω σχέση, εποικίζω, βάζω προτεραιότητες, δένομαι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προσεγγίζω, δίνω τον τόνο, δικτυώνομαι, βάζω όριο σε κτ, λειτουργώ κτ ως κοινοπραξία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης establecer

καθορίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Primero, debían establecer las reglas.
Πρώτα, έπρεπε να καθορίσουν τους κανόνες.

ιδρύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Instalaron una nueva tienda en la calle Maple.

ιδρύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa decidió montar un restaurante en cada ciudad principal de Estados Unidos.
Η αλυσίδα αποφάσισε να ανοίξει εστιατόρια σε κάθε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ.

καθιερώνω, ιδρύω, συνιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγκαθιστώ, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno establecerá una nueva legislación mañana.

βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ser buen padre implica establecer reglas claras.

καθορίζω, ορίζω

verbo transitivo (reglas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El club establece las reglas que espera que sus miembros sigan.
Ο σύλλογος καθορίζει (or: ορίζει) τους κανόνες, τους οποίους περιμένει να εφαρμόζουν τα μέλη του.

θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La escuela implementó medidas para asegurarse de que ningún extraño tuviera acceso al edificio.
Το σχολείο έθεσε σε εφαρμογή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι κανείς άγνωστος δεν θα μπορεί να εισέλθει στο κτίριο.

επιτάσσω, υπαγορεύω, επιβάλλω

(όρους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El consultor trató de imponer los términos del pago.

διαπιστώνω, εξακριβώνω

(ότι, πως, αν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es simplemente imposible determinar si el departamento recibirá suficiente financiación el año que viene.
Είναι απλώς αδύνατον να εξακριβώσουμε αν το τμήμα θα λάβει αρκετή χρηματοδότηση την επόμενη χρονιά ή όχι.

καθιερώνω, ορίζω, εγκαθιδρύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las autoridades han instituido un toque de queda que comenzará el domingo.

ορίζω, καθορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a marcar el precio de la camisa en veinte dólares.
Ας ορίσουμε (or: καθορίσουμε) την τιμή του πουκάμισου στα είκοσι δολάρια.

δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El campeón marcó el ritmo de la vuelta ciclista.

καθορισμός στόχων, προσδιορισμός στόχων

locución verbal

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Establecer los objetivos es el primer paso.

ικανότητες δικτύωσης, ικανότητες κοινωνικής δικτύωσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si quieres avanzar en tu carrera, necesitarás habilidad para establecer enlaces sociales.

παρομοιάζω,συγκρίνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Podemos establecer un paralelo entre las restricciones legislativas de los primeros Parlamentos británicos y las del Parlamento Europeo moderno.

αποδεικνύω σχέση μεταξύ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los científicos han establecido por fin una relación entre fumar y el cáncer de pulmón.

μετακομίζω, μένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω ρεκόρ, πετυχαίνω ρεκόρ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ορίζω την ημερήσια διάταξη, ορίζω την ατζέντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιάνω γραμμή

locución verbal (τηλεφωνική)

συναναστρέφομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Realmente, odio mi trabajo, pero me permite establecer relaciones con algunas personas muy influyentes.
Πραγματικά σιχαίνομαι αυτή τη δουλειά όμως θα μου επιτρέψει να συναναστραφώ ορισμένους πολύ ισχυρούς ανθρώπους.

επικοινωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos pondremos en contacto cuando hayas terminado la tarea.
Θα επικοινωνήσουμε μόλις ολοκληρώσεις την πρώτη σου εργασία.

σημειώνω, καταγράφω για μελλοντική χρήση

locución verbal (formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Espera, estableceré eso por escrito.
Μισό λεπτό να το σημειώσω.

αποδεικνύω σχέση

locución verbal

εποικίζω

locución verbal (animales)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La familia de suricatas estableció una colonia en la pradera.

βάζω προτεραιότητες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando eres madre tienes que aprender a fijar prioridades.
Πρέπει να μάθεις να βάζω προτεραιότητες όταν γίνεσαι μητέρα.

δένομαι

(μεταφορικά: με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
No le llevó mucho tiempo a Janet intimar con sus padres de acogida.
Δεν πήρε πολύ καιρό στην Τζάνετ να δεθεί με τους θετούς γονείς της.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Jane tuvo que enseñar a sus alumnos de escritura a dar formato a una carta de presentación.

προσεγγίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El acusado ha estado estableciendo vínculos emocionales en línea con menores de esas para abusar de ellos.

δίνω τον τόνο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δικτυώνομαι

locución verbal (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi jefe va a asistir a un almuerzo de negocios para establecer contactos con otros gerentes.

βάζω όριο σε κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λειτουργώ κτ ως κοινοπραξία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του establecer στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.