Τι σημαίνει το estourar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estourar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estourar στο πορτογαλικά.

Η λέξη estourar στο πορτογαλικά σημαίνει σκάω, παθαίνω ρήξη, σκίζω, υφίσταμαι ρήξη, πιάνω την καλή, φτάνω κτ στο όριο, γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ, σκάω, φτάνω τα όρια, πάω ως το τέρμα, ξεσπάω, ξεσπώ, σκάω, σκάω, εκρήγνυμαι, περνάω, περνώ, σκάω, χαμός, πανικός, εκρήγνυμαι, βροντάω, βροντώ, ανατινάζω, ξεφεύγω από τον προϋπολογισμό, ξεπερνάω τον προϋπολογισμό, αφηνιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estourar

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O balão de água estourou quando bateu na perna do professor.
Το μπαλόνι με το νερό έσκασε όταν χτύπησε στο πόδι του δασκάλου.

παθαίνω ρήξη

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Marty foi levado para o hospital numa ambulância quando seu apêndice estourou.
Ο Μάρτι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο όταν έπαθε ρήξη η σκωληκοειδής απόφυσή του.

σκίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry riu tão forte que estourou as calças.
Ο Λάρι γέλασε τόσο δυνατά που έσκισε το παντελόνι του.

υφίσταμαι ρήξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O estresse do seu novo emprego fez com que Carolina estourasse uma veia em seu olho.
Εξαιτίας του άγχους που βίωνε η Κάρολαϊν στη νέα δουλειά της, έσπασε ένα αιμοφόρο αγγείο μέσα στο μάτι της.

πιάνω την καλή

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτάνω κτ στο όριο

verbo transitivo (figurado, cartão de crédito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ

(figurado, informal: sucesso súbito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A bolha de sabão estourou depois de poucos segundos.
Η σαπουνόφουσκα έσκασε μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

φτάνω τα όρια, πάω ως το τέρμα

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεσπάω, ξεσπώ

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O conflito armado estourou no país conturbado.
Ένοπλες διαμάχες ξέσπασαν στην ταραγμένη χώρα.

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O balão d'água estourou.

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As bolhas de lava estouraram e exalaram um cheiro de sulfúreo.

εκρήγνυμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A bomba explodiu com um estrondo alto.
Η βόμβα εξερράγη μ' έναν δυνατό κρότο.

περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan excedeu seu prazo.
Η Σούζαν υπερέβη την προθεσμία της.

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O balão de água estourou quando atingiu o chão.
Η νερόμπομπα έσκασε όταν έπεσε στο έδαφος.

χαμός, πανικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Papai vai explodir quando descobrir sobre as nossas notas.
Θα γίνει χαμός (or: πανικός) όταν μάθει ο μπαμπάς τους βαθμούς σου.

εκρήγνυμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuidado, a bomba vai explodir.
Πρόσεξε, η βόμβα θα σκάσει!

βροντάω, βροντώ

(trovão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Durante a tempestade, o trovão retumbava.

ανατινάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A equipe de detonação do exército explodiu a ponte.

ξεφεύγω από τον προϋπολογισμό, ξεπερνάω τον προϋπολογισμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφηνιάζω

(BRA)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estourar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.