Τι σημαίνει το estragar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estragar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estragar στο πορτογαλικά.

Η λέξη estragar στο πορτογαλικά σημαίνει χαλάω, χαλώ, μολύνω, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, κάνω κτ μπαλάκι, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, τα σκατώνω, παραλύω, χαλάω, ρίχνω, κατεβάζω, χαλάω, καταστρέφω, χαλάω, χαλώ, αλλοιώνομαι, χαλάω, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, χαλάω, χαλώ, κάνω κτ θάλασσα, τα φτύνω, καταβάλω ψυχολογικά, σκοτώνω, εκτελώ, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, σκοτώνω, εκτελώ, χαλάω, χαλώ, καταστρέφω, πλήττω, κάνω κτ χάλια, μου κόβεται η όρεξη, χαλάω, καταστρέφω, σαπίζω, καταστρέφω, κάνω κτ λάθος, σκατώνω, είμαι αναλώσιμος, χαλάω, καταστρέφω, χτυπώ, βαρώ, κοπανώ, δείχνω υπερβολική ανοχή, σαπίζω, μπουρδουκλώνω, ματαιώνω, ακυρώνω, κακομαθαίνω, εκτροχιάζω, διαλύω, καταστρέφω, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, δηλητηριάζω, μπαγιατεύω, καταστρέφω, αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω, κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο, τα σκατώνω, βλάπτω, ξεσκίζω, σκοτώνω, γαμάω, γαμώ, σκατώνω, φθείρομαι, χαλάω, ξινίζω, το να κακομαθαίνω κπ, φουντώνω, θεριεύω, αποσυντίθεμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estragar

χαλάω, χαλώ

verbo transitivo (arruinar um plano)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você contou a Mary que estávamos planejando uma festa para ela? Você estragou a surpresa!
Είπες στη Μαίρη ότι σχεδιάζαμε ένα πάρτι για τα γενέθλιά της; Χάλασες την έκπληξη τώρα!

μολύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fertilizantes estragaram o suprimento local de água.
Το πόσιμο νερό της περιοχής έχει μολυνθεί από τα λιπάσματα.

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα

(trabalho mal feito) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

verbo transitivo (fazer mal-feito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κτ μπαλάκι

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Μέρλιν έκανε μπαλάκι το χαρτί και το πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων.

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você estragou completamente nossa apresentação de negócios.
Τα έκανες θάλασσα στην παρουσίαση της επιχείρησης.

τα σκατώνω

verbo transitivo (μτφ, καθομ, προσβλ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραλύω

verbo transitivo (máquina, processo; ofensivo) (μεταφορικά: πχ τις συγκοινωνίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As inundações estragaram os caminhões que tentavam trazer suprimentos.
Η υψηλή στάθμη του νερού ακινητοποίησε τα φορτηγά που προσπαθούσαν να φέρουν εφόδια.

χαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O acidente estragou a pintura.

ρίχνω, κατεβάζω

verbo transitivo (a reputação) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω, καταστρέφω

verbo transitivo (plano, projeto, situação)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Isto é importante, portanto não estrague.
Αυτό είναι σημαντικό, προσπάθησε να μην το καταστρέψεις.

χαλάω, χαλώ

verbo transitivo (figurado, planos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αλλοιώνομαι, χαλάω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Laticínios estragam rapidamente se não forem colocados na geladeira.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα χαλάνε γρήγορα αν δεν διατηρηθούν στο ψυγείο.

τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα

(figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Essa é sua última chance, por isso não estrague.
Είναι η τελευταία σου ευκαιρία, επομένως μην τα κάνεις μαντάρα!

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Βασιζόμουν σε αυτόν να κάνει σωστά τους υπολογισμούς, αλλά τα έκανε θάλασσα.

χαλάω, χαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O mau humor de Neil estragou o dia na praia para todo mundo.
Η κακή διάθεση της Νιλ χάλασε σε όλους τη μέρα στην ακρογιαλιά.

κάνω κτ θάλασσα

verbo transitivo (gíria) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα φτύνω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Acho que a torradeira estragou.
Νομίζω ότι η τοστιέρα χάλασε.

καταβάλω ψυχολογικά

(figurativo)

Ο θάνατος του αγοριού της κατέβαλε ψυχολογικά την Σάρλοτ.

σκοτώνω, εκτελώ

(καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Que horror! Você está estragando minha música favorita!
Τι θόρυβος! Σκοτώνεις το αγαπημένο μου τραγούδι!

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estraguei totalmente esta sopa colocando sal demais.
Την έκανα εντελώς μαντάρα τη σούπα βάζοντας υπερβολικά πολύ αλάτι.

σκοτώνω, εκτελώ

(καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muitos dos fãs dela pensam que o diretor estragou o romance dela.
Πολλοί θαυμαστές της πιστεύουν πως ο σκηνοθέτης κατέστρεψε το μυθιστόρημά της.

χαλάω, χαλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O motor do carro estragou, então tivemos que caminhar para casa.

καταστρέφω, πλήττω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A prisão de um diplomata estragou as relações entre os dois países.

κάνω κτ χάλια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μου κόβεται η όρεξη

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não deixe as crianças comerem doces de tarde, vai estragar o jantar.

χαλάω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele estragou (or: arruinou) o computador ao entornar café.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι επιδημίες ρημάξανε τον τόπο.

κάνω κτ λάθος

(fazer malfeito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκατώνω

verbo transitivo (καθομ, μτφ, προσβλ: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι αναλώσιμος

(alimentos, materiais) (λόγιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαλάω, καταστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os comentários maldosos dela arruinaram minha noite.
Τα πικρόχολα σχόλιά της κατέστρεψαν το απόγευμά μου.

χτυπώ, βαρώ, κοπανώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω υπερβολική ανοχή

verbo transitivo (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαπίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπουρδουκλώνω

(vulgar, figurado) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ματαιώνω, ακυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O clima ruim frustrou os planos de Tom.
Ο κακός καιρός ματαίωσε τα σχέδια του Τομ.

κακομαθαίνω

(atender a todos os caprichos de uma criança)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pais de Jack lhe dão tudo que ele quer. Eles o mimam.
Οι γονείς του Τζακ του δίνουν ό,τι θέλει. Τον κακομαθαίνουν.

εκτροχιάζω

(figurado: prejudicar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαλύω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O abuso que ele sofreu quando garoto arruinou o restante da sua vida.
Η κακοποίηση που υπέστη ως νεαρό αγόρι του σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής του.

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

(vulgar, ofensivo) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desculpe. Fodi tudo.
Συγγνώμη. Τα σκάτωσα.

δηλητηριάζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A infidelidade de Nina azedou a relação dela com o marido.
Η απιστία της Νίνα δηλητηρίασε τη σχέση της με τον σύζυγό της.

μπαγιατεύω

(φαγητό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O pão ficou no balcão por muitos dias e apodreceu.

καταστρέφω

(gíria, figurado, vulgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω

(comida: estragar) (φαγητό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο

(gíria) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Queria que meus pais não cagassem com a minha vida!
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να κάνουν τη ζωή μου χάλια!

τα σκατώνω

verbo transitivo (υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλάπτω

(causar danos físicos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O fogo na garagem não danificou a casa.
Η φωτιά μέσα στο γκαράζ δεν έβλαψε το σπίτι.

ξεσκίζω, σκοτώνω

(μτφ: τραγούδι, σκοπός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γαμάω, γαμώ, σκατώνω

(χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O Beto ficou mal mesmo de cagar com o feriado de todo mundo por ter ficado doente.
Ο Μπομπ ένιωσε άσχημα που χάλασε τις διακοπές όλων γιατί αρρώστησε.

φθείρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Essas tábuas vão se deteriorar se você não envernizá-las.
Αυτές οι σανίδες θα φθαρούν, εάν δεν τις βάψεις.

χαλάω, ξινίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O leite azedou.
Το γάλα έχει χαλάσει (or: ξινίσει).

το να κακομαθαίνω κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φουντώνω, θεριεύω

(emoção) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποσυντίθεμαι

(σαπίζω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estragar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.